Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Η διακριτική μελαγχολία της φωτογραφίας (μέρος 1ο)



Σημειώσεις πάνω στις καλλιτεχνικές δυνατότητες του μέσου


Στρατιώτες με μάσκες,2012
Γράφει: Γιάννης Καρπούζης - Εικαστικά + Άλλα, ΤΕΧΝΕΣ - 04/07/2014

Σε όλους αρέσουν οι φωτογραφίες, ακόμη και σε αυτούς που δεν τους αρέσει να φωτογραφίζουν. Σήμερα περισσότερο από ποτέ βρίσκονται παντού, στους τοίχους, στα έντυπα, στο διαδίκτυο, λειτουργώντας ως εκπομπές ενώ άλλοτε μαζεύονται σε πάκους στα συρτάρια των σπιτιών, κλειδωμένες μακριά από το φως, προσπαθώντας να απομαγεύσουν περασμένες ενότητες χρόνου. Γιατί η φωτογραφική αναπαράσταση όσο είναι η ψευδαίσθηση μιας περιγραφής της πραγματικότητας άλλο τόσο είναι αναπαράσταση της ψευδαίσθησης της μνήμης μας. Και τα χαρακτηριστικά αυτά είναι με δομικό τρόπο αγκαλιασμένα  με τις δυνατότητες του μέσου. Το Περιοδικό σε ένα αφιέρωμα για τη φωτογραφία και τους τρόπους που έχουμε και δεν έχουμε συνηθίσει να την προσεγγίζουμε…
Παρέα φοιτητών αρχιτεκτονικής, Σερβία, 2009
 Παρέα φοιτητών αρχιτεκτονικής, Σερβία, 2009

Ας πάρουμε λίγο όμως τα πράγματα από την αρχή ˙ η γενεσιουργός συνθήκη μίας τεχνολογίας, και ιδιαίτερα μίας εν μέρει πολιτισμικής τεχνολογίας, παρέχει δεδομένα για την ερμηνεία της. Η εφεύρεση και διάδοση της φωτογραφικής τεχνολογίας στα μισά του 19ου αιώνα, είναι ένα ακόμη αποτέλεσμα της αλλαγής των παραγωγικών σχέσεων με την οριστική επικράτηση της βιομηχανικής επανάστασης έναντι άλλων τρόπων παραγωγής και την ακόλουθη αλλαγή σκηνικού με τη συγκρότηση της μητρόπολης. Το πρωτοεμφανιζόμενο, ιστορικά, μητροπολιτικό πλήθος και η διαρκής κίνηση του είναι η μαγιά της ιστορικής ξυραφιάς του Μοντερνισμού.
Ο ποιητής Σαρλ Μπωντλαίρ αναφέρει για το Παρίσι γύρω στα 1850:
η άμαξα κουβαλάει γοργά σε μια αλέα με ραβδώσεις σκιάς και φωτός τις καλλονές που είναι ξαπλωμένες σα σε βάρκα απαθείς / έτσι συνεχίζονται, κομμένες από αναρίθμητες διακλαδώσεις αυτές οι μακριές πινακοθήκες του high life.
 Διακρίνουμε εδώ πως το νέο και διαρκώς εντεινόμενο χαρακτηριστικό της ζωής στις μεγαλουπόλεις είναι ο οξύς ρυθμός διάδοσης και ανάπτυξης οπτικοακουστικών ροών – πληροφοριών.  Η φωτογραφική μηχανή έρχεται να απαντήσει στη νέα αντίληψη του ανθρώπου για τον χρόνο, ανακαλύπτεται για να συλλάβει τον επιταχυνόμενο ρυθμό των ροών που χαρακτηρίζει τη ζωή στις καπιταλιστικές μητροπόλεις.
Αφίσα διαδήλωσης, Αθήνα, 2008
Αφίσα διαδήλωσης, Αθήνα, 2008
Στον θεωρητικό κλάδο που ονομάζεται «Θεωρία των Μέσων» η παραδοσιακή Μακλουανική αντίληψη για τα μέσα ως προεκτάσεις του ανθρώπου έχει υποχωρήσει κάτω από τη διαπίστωση ότι τα μέσα είναι ικανά να αναδιοργανώσουν τη φυσιολογία του ανθρώπου. Αυτό συνέβη και με την ένταξη της φωτογραφικής τεχνολογίας στη κλίμακα της κοινωνίας, αναδιοργανώνοντας  τον τρόπο συγκρότησης της μνήμης της. Δε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το πώς θυμούνταν οι άνθρωποι τη ζωή τους όταν αυτή δεν είχε ούτε για μία φορά απεικονιστεί, γίνει εικόνα, ακινητοποιηθεί. Στα τέλη του 19ου αιώνα, για πρώτη φορά στην ιστορία, ακόμη και ο φτωχός άνθρωπος ήξερε πως έδειχναν οι προγονοί του γράφει ο θεωρητικός φωτογραφίας Τζον Ζαρκόβσκι. Πρωτευόντως λοιπόν δεν  έχει σημασία να εξετάσουμε σε ποιο βαθμό η κάμερα είναι προέκταση του βλέμματος, ή προέκταση της μνήμης, αλλά σε ποιο βαθμό οι τυπωμένες εικόνες των οικογενειακών αρχείων διαμόρφωσαν τη λειτουργία της μνήμης όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.
 Το τεχνικά αναπαραγόμενο σφάλμα του ακινητοποιημένου χρόνου έμελε να τραυματίσει για πάντα τις μνημονικές μας λειτουργίες. Από την άλλη μια νοσταλγική μελαγχολία θα συντροφεύει για πάντα τις φωτογραφίες, γιατί τα χρόνια περνάνε και το βάρος τους στη συλλογική και προσωπική μνήμη συνεχώς μεγαλώνει. Ξέρουμε ότι στις εικόνες τίποτα δεν εξελίσσεται μπροστά μας όλα είναι πια περασμένα, τα οπτικά ρολόγια του Ρολάν Μπαρτ είναι σμπαραλιασμένα.
Στρατιώτες με μάσκες,2012
Στρατιώτες με μάσκες,2012
Αυτή είναι η μεγαλύτερη λύπη του μέσου που προσπαθεί αφελώς να ακινητοποιήσει το χρόνο: στα παράγωγα του το μόνο που βλέπουμε είναι ξοδεμένος χρόνος, χρόνος που έχει περάσει. Αυτή όμως η λύπη είναι ακριβώς που παρέχει μία ελευθερία στο χειριστή της μηχανής, στον πυρήνα της σουρεαλιστική, καθώς εκεί συνίσταται και η ελευθερία του ίδιου του μέσου, εκεί η φωτογραφία ξεπερνάει τον εαυτό της, αυτοκαταργείται ως μέσο, δεν είναι τελικά σημείο αλλά το ίδιο το πράγμα αφαιμαγμένο από τον πραγματικό του χρόνο.
 Το σφάλμα του ακινητοποιημένου χρόνου είναι η φυλακή του φωτογράφου όσο και η απελευθέρωση του. Είναι μία τύπου ελευθερία που απαντάται σε μία γλώσσα ικανή να παράγει καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Γιατί το σφάλμα της παύσης και αναπαραγωγής χρονικών οντοτήτων είναι πρώτα και κύρια σουρεαλιστικό θαύμα. Για τη φωτογραφία, όπως και για τις άλλες τέχνες, ο καλός χειριστής είναι δημιουργός εικαστικών εκρήξεων. Ο μεγάλος δημιουργός ακόμη και όταν δείχνει ένα τοπίο, ή έστω ένα αντικείμενο, δείχνει τελικά μία αυτοπροσωπογραφία: όπως έλεγε ο φωτογράφος Γκάρι Γουίνογκραντ η εικόνα μιλάει, για τη σχέση μας με τον κόσμο που είναι διαμεσολαβημένη από τη σχέση μας με το μέσο. Και ο μικρός όμως δημιουργός, ο άνθρωπος που ζει και δρα μέσα στη κοινωνία, είναι φτιαγμένος από τις μνήμες του, θραύσματα χωρίς κίνηση γεγονότων που λαμπρύνουν, ξεχωρίζουν και επανέρχονται μέσα από έναν τεράστιο καμβά περασμένης ζωής, γκρο πλάνα, φωτογραφίες σε δευτερόλεπτα πολλών χιλιάδων ημερών.
(Συνεχίζεται… Στο δεύτερο μέρος:  Από θέαμα για τους θεούς, θέαμα για τον εαυτό της)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου