Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Να δοκιμάσουμε να νικήσουμε!


ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

1. Για την ιστορική σημασία της ελληνικής συγκυρίας
Η Αριστερά του 21ου αιώνα είναι προφανώς απότοκος αυτής του 20ου, δηλαδή της μεγάλης ήττας των επαναστατικών εγχειρημάτων που σφράγισε το τέλος του. Αυτό σημαίνει ότι είναι μια Αριστερά τραυματισμένη όχι μόνο στη στρατηγική και τη θεωρία της αλλά στο όραμά της, στην ίδια της την ταυτότητα. Γι αυτό και η ήττα αφορά όλες τις εκδοχές και τα ρεύματα που τη συγκροτούν, άσχετα με τη στάση που τήρησαν σε σχέση με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, και χωρίς να τις εξομοιώνουμε. Για όσες δυνάμεις επέμεναν και επιμένουν να αναφέρονται στην προοπτικής μιας πραγματικής κοινωνικής αλλαγής, το τραύμα συμπυκνώνεται στο κομβικό ζήτημα της εξουσίας. Με άλλα λόγια, για όσες δυνάμεις αρνήθηκαν να παίξουν το παιχνίδι της πλήρους συστημικής ενσωμάτωσης (βλέπε πλειοψηφία του πρώην Ιταλικού ΚΚ), ή της συμμετοχής ως συμπληρωματική δύναμη σε (κεντροαριστερές κατά κανόνα) κυβερνήσεις διαχείρισης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών (βλέπε ΚΚ Γαλλίας και Ιταλική Κομμουνιστική Επανίδρυση), το ζήτημα της εξουσίας αντιμετωπίστηκε με φοβικότητα. Αυτή η φοβικότητα εκφράζεται με διάφορους τρόπους,κατά βάση όμως τους εξής δύο. Ο ένας είναι η περιχαράκωση, ο σεκταρισμός και η εμμονή στα πρότυπα του ένδοξου παρελθόντος ως εγγύηση αντικαπιταλιστικής καθαρότητας. Ο άλλος είναι ο κινηματισμός, δηλαδή η αναδίπλωση στα κοινωνικά κινήματα, είτε τα κλασσικά (εργατικό-συνδικαλιστικό) είτε τα ονομαζόμενα «νέα» με την ιδέα ότι κατά κάποιο τρόπο τα κινήματα είναι αυτάρκη. Στην ριζοσπαστικοποιημένη της εκδοχή αυτή η προσέγγιση καταλήγει στην αναρχική και αυτόνομη προβληματική που απόρριπτει συλλήβδην την πολιτική και πιστεύει στην άμεση δράση και στη δυνατότητα αλλαγής του κόσμου χωρίς κατάληψη της εξουσίας. Και οι δύο στάσεις εκφράζουν την εσωτερίκευση της ήττας, την παραίτηση από την ηγεμονική διάσταση της πολιτικής, από την ιδέα ότι λόγος ύπαρξης της Αριστεράς είναι η συγκρότηση ενός μπλοκ των υποτελών κοινωνικών τάξεων και δυνάμεων που θα διεκδικήσει την εξουσία και θα διευθύνει την κοινωνία αλλάζοντάς την σε μια αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Και οι δύο στάσεις καταλήγουν σε μια μορφή ανημπόριας, είτε ως αναμονή της Δευτέρας Παρουσίας, είτε ως «επί τόπου τροχάδην» αέναου ακτιβισμού.
Και εδώ έγκειται η ιστορική διάσταση της ελληνικής συγκυρίας. Σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, που πλήττει ειδικά την Ευρώπη, η Ελλάδα είναι η μόνη ως τώρα περίπτωση όπου η οικονομική κρίση έγινε γενική πολιτική κρίση, όπου κατέρρευσε το προηγούμενο πολιτικό σύστημα απελευθερώνοντας τεράστιες κοινωνικές δυναμικές. Είναι η μόνη περίπτωση όπου η πόλωση που προέκυψε επέτρεψε σε αριστερό κόμμα να θέσει θέμα κυβερνητικής εξουσίας με ενωτική απεύθυνση σε όλη την Αριστερά και στη βάση ενός μίνιμουμ προγράμματος που χάραζε τη συγκεκριμένη στιγμή με δόκιμο τρόπο τη διαχωριστική γραμμή με το αντίπαλο ταξικό μπλοκ.
 

Με δύο λόγια η ελληνική συγκυρία επέτρεψε στην Αριστερά να θέσει ένα ζήτημα που ως τώρα μόνο στη Λατινική Αμερική έχει τεθεί: την προοπτική μιας νίκης, ίσως όχι της Νίκης αλλά της νικηφόρας για τις λαϊκές τάξεις έκβασης μιας τεράστιας σύγκρουσης, μιας νίκης ικανής να πυροδοτήσει ντόμινο ανατροπών και εξελίξεων στην καρδιά της ιμπεριαλιστικής Ευρώπης.

2. Για το ζήτημα της εξουσίας

Αυτός ο πρωτοπόρος ρόλος που έλαχε στην ελληνική Αριστερά έχει όμως και ένα αντίτιμο: ο Σύριζα λοιπόν, γιατί αυτός ανέλαβε την ευθύνη να αναμετρηθεί με το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστος για το νέο ρόλο. Και το ζήτημα δεν αφορά βέβαια κάποιο τεχνικό, ή αυστηρά γνωστικό, έλλειμα γι αυτό και δεν λύνεται με κάποια σεμινάρια και επεξεργασίες ειδικών, παρ'όλο που και αυτά είναι εντελώς απαραίτητα. Το ζήτημα είναι βαθύτατα πολιτικό όπως πολιτικός είναι κατά βάση ο λόγος που εδώ και εναμίση χρόνο αυτές οι επεξεργασίες εκκρεμούν. Να είσαι απροετοίμαστος σημαίνει επί του προκειμένου ότι απαιτείται η ανατροπή ενός ολόκληρου τρόπου λειτουργίας και σκέψης που κουβαλάει η ήττα από την οποία προερχόμαστε. Και αυτό σημαίνει πιο συγκεκριμένα ότι επείγει η ανακατάληψη ενός πεδίου που έχει ουσιαστικά εγκαταλαφθεί εδώ και δεκαετίες σε τρεις βασικούς τομείς:

- Τον προγραμματικό τομέα κατ'αρχήν, με την επεξεργασία προτάσεων που να υπερβαίνουν τον σύνηθη κατάλογο συνδικαλιστικών διεκδικήσεων και το αίτημα της αναδιανομής, χωρίς φυσικά να τον παραβλέπουν. Ενα τέτοιο προγραμματικό σχέδιο έχει όμως νόημα μόνο ως συνδυασμός μέτρων για την άμεση αντιμετώπιση των αναγκών και των καταναγκασμών που θα προκύψουν από τις πιέσεις, ή μάλλον τον πόλεμο που θα εξαπολύσουν ενάντια στην αριστερή κυβέρνηση τα εγχώρια και ξένα κέντρα εξουσίας, με τους πιο μακροπρόθεσμους στόχους που αποσκοπούν στον κοινωνικό έλεγχο της οικονομίας και τη μεταβολή του συσχετισμού δύναμης υπέρ των εργαζόμενων τάξεων. Αυτό το σχέδιο πρέπει να κατανοηθεί ως ένα άλλο σχέδιο για την χώρα και τη θέσης της στον κόσμο, που θα συνδυάζει την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων με έναν εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης, στην ουσία με μια ανοικοδόμηση μιας κατεστραμμένης από την μνημονιακή λεηλασία Ελλάδας.

- Ο δεύτερος τομέας είναι αυτός της στρατηγικής, δηλαδή της επεξεργασίας του τρόπου κατάληψης της εξουσίας αλλά και των σκοπών που η κατάληψη και άσκηση εξουσίας εξυπηρετεί. Ας τονίσουμε εδώ ότι η διαφορά μεταξύ της πολεμικής και της πολιτικής στρατηγικής είναι ότι σε αντίθεση με τον πόλεμο, όπου ο σκοπός είναι εκ των προτέρων δεδομένος και αμετακίνητος, στην πολιτική η στρατηγική βασίζεται στη διαλεκτική μέσου και σκοπού. Αλλίμονο με άλλα λόγια σε όσους νομίζουν ότι η στρατηγική εξαντλείται σε μια τεχνική αναρρίχησης στην εξουσία, η οποία κατ΄αυτόν τον τρόπο ανάγεται σε αυτοσκοπό. Η στρατηγική αφορά τόσο τον στόχο όσο και το σύνολο των σχέσεων που το πολιτικό υποκείμενο διαμορφώνει με τις κοινωνικές δυνάμεις, με αυτές με τις οποίες θέλει να αντιπαρατεθεί αλλά και με αυτές που θέλει να εκφράσει. Και όχι απλά να εκφράσει αλλά να συμβάλλει στον μετασχηματισμό τους, να μάθει απ'αυτές αλλά και να επιδράσει πάνω σ'αυτές έτσι ώστε να γίνουν ηγέτιδα δύναμη της κοινωνίας, μια δύναμη ικανή να την ωθήσει σε μια άλλη κατεύθυνση.

- Ο τρίτος τομέας τέλος αφορά το κράτος, για το οποίο επίσης, όπως για το προγραμμα και την στρατηγική έχει σταματήσει να συζητά επί της ουσίας η Αριστερά περίπου από τη δεκαετία του 1970. Το θέμα είναι βέβαια τεράστιο και θα αρκεστώ εδώ σε μια παρατήρηση. Στο κράτος έχουμε την ειδική, υλικά οργανωμένη, συμπύκνωση των σχέσεων εξουσίας και των ταξικών συσχετισμών μιας κοινωνίας. Γι αυτό και κανένα σχέδιο αλλαγής της κοινωνίας δεν μπορεί να προσπερνά το πεδίο του κράτους. Για την αριστερή προσέγγιση της εξουσίας, δύο σημεία είναι κρίσιμα. Το πρώτο είναι αυτό που μας υπενθύμισε χθες ο σ. Κατσουρίδης από το ΑΚΕΛ, δηλαδή ότι για μια αριστερή δύναμη άλλο πράγμα η κυβερνητική εξουσία και άλλο η εξουσία. Και τούτο γιατί το αστικό κράτος διαθέτει πανίσχυρους μηχανισμούς, που ο πυρήνας τους δεν είναι οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί αλλά οι μηχανισμοί που ξεφεύγουν από κάθε δημοκρατικό έλεγχο και που αποτελούν το πραγματικό οχυρό των κυρίαρχων τάξεων. Το δεύτερο είναι ότι το βασικό ίσως πρόβλημα στο οποία σκόνταψαν έως τώρα οι αριστερές που προσέγγισαν ή βρέθηκαν τουλάχιστον σε θέση κυβερνητικής εξουσίας είναι η σχέση κόμματος κράτους. Ξέρουμε πως πήγαν τα πράγματα εκεί που επαναστατικά κόμματα βρέθηκαν στην εξουσία μετά από μια νικηφόρα εξέγερση και όπου καταλήξαμε στο γραφειοκρατικοποιημένο αυταρχικό κόμμα-κράτος και στην επακόλουθη παθητικοποίηση των μαζών. Εκεί όπου τα αριστερά κόμματα βρέθηκαν στην εξουσία σε συνθήκες κοινοβουλευτισμού είχαν να αντιμετωπίσουν άλλης μορφής πρόκληση, διόλου ευκολότερη όμως. Οι αριστερές κυβερνήσεις που αναδείχηκαν μέσω εκλογών βρέθηκαν αντιμέτωπες αφενός με την πίεση του ταξικού αντιπάλου, που μπορεί να φθάσει μέχρι και την πλήρη αντιδημοκρατική εκτροπή, αφετέρου με τον κίνδυνο της δικής τους «κρατικοποίησης», της μετάλλαξής τους σε γραφειοκρατικοποιημένους μηχανισμούς νομής της εξουσίας στα πλαίσια μιας διαχείρισης του αστικού κράτους και γενικότερα του συστήματος: από τη μια η Χιλή, από την άλλη η Γαλλία της πρώτης κυβέρνησης σοσιαλιστών-κομμουνιστών το 1981. Ανάμεσα σ'αυτές τις μυλόπετρες συντρίφτηκε τον προηγούμενο αιώνα και η ελπίδα αυτού που ορισμένοι, ανάμεσά τους ο αξέχαστος Νίκος Πουλαντζάς, ονόμασαν «δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό», ένας δρόμος που δοκιμάζεται εκ νέου στον 21ο αιώνα στην Λατινική Αμερική και ίσως αύριο και στη χώρα μας.

3. Για τη σχέση κινήματος και πολιτικής

Θα ήθελα τώρα να προχωρήσω σε μερικές πιο συγκεκριμένες σκέψεις στα δύο τελευταία σημεία, τη στρατηγική και το κράτος, ή μάλλον τη σχέση κόμματος-κράτους.

Θα αρχίσω με το θέμα της στρατηγικής το οποίο θα εξετάσω ειδικότερα από την άποψη της σχέσης κινήματος και πολιτικής στην προοπτική της αριστερής κυβέρνησης. Ο πρώτος ενάμισης χρόνος της μνημονιακής περιόδου σφραγίστηκε από συνεχείς και πολύμορφες κινητοποιήσεις που κορυφώθηκαν με το κίνημα των πλατειών και τα γεγονότα του Οκτώβρη του 2011. Είχα προτείνει την κατανόηση αυτού του αγωνιστικού κύκλου ως ένα είδους «παρατεταμένου λαϊκού πόλεμου από τα κάτω», μιας διαδικασίας ενεργοποίησης του λαϊκού παράγοντα που απαντούσε στον ασύμετρα αρνητικό χαρακτήρα του συσχετισμού δύναμης και τον συνολικό χαρακτήρα της επίθεσης-οδοστρωτήρα που δέχθηκαν οι εργαζόμενες τάξεις. Με μια σειρά διάχυτων δράσεων, με εναλλαγές κορυφώσεων και αναδιπλώσεων, οι λαϊκές δυνάμεις αμύνθηκαν όπως μπόρεσαν αλλά επιχείρησαν ακόμη και να σταματήσουν τον οδοστρωτήρα, τουλάχιστον με τις πλατείες. Δεν τα κατάφεραν μεν αλλά πολλαπλάσιασαν τα μέτωπα της αντιπαράθεσης, διεύρυναν την κοινωνική διαμαρτυρία πέρα από τα συνηθισμένα ακροατήρια των οργανωμένων συλλογικοτήτων, δημιούργησαν ένα συγκρουσιακό, κατά στιγμές έως και εξεγερτικό, κλίμα στο βάθος του κοινωνικού ιστού. Με αυτόν τον τρόπο έριξαν δύο κυβερνήσεις, επιτάχυναν την κατάρρευση του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ώστε να πάρει η κίνηση των μαζών έναν πλειοψηφικά αριστερόστροφο χαρακτήρα. Ταυτόχρονα όμως αυτό ήταν και το όριό τους, και η συνειδητοποίησή του οδήγησε στην αναζήτηση πολιτικής λύσης ως μόνης διεξόδου από τον εφιάλτη των μνημονίων, του αυταρχισμού και της υποταγής στην τροϊκανή κηδεμονία.

Ο κύκλος αυτός έκλεισε με την εκλογική μάχη του Ιούνη του 2012, όταν χάθηκε οριακά το πρώτο στοίχημα για την ανάδειξη αριστερής κυβέρνησης. Η μάχη αυτή, που διεξήχθη σε ένα κλίμα έντονης πολιτικής και ταξικής πόλωσης, ανέδειξε τον Σύριζα ως τον βασικό εκφραστή της ελπίδας των εργαζόμενων τάξεων. Αυτή η έκβαση, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της εντεινόμενης κοινωνικής καταστροφής στις δυνατότητες συλλογικής δράσης, οδήγησαν σε μια υποχώρηση των κινητοποιήσεων, παρά τις εστίες παρατεταμένων αγώνων όπως οι Σκουριές. Μια υποχώρηση που ερμηνεύεται από τμήματα της Αριστεράς αλλά και ευρύτερα ως ήττα της όλης αναμέτρησης που άρχισε προ τετραετίας και οριστική επικράτηση της λογικής της ανάθεσης και της παθητικότητας. Αυτό το σκεπτικό καταλήγει σε μια αντίστοιχη αρνητική εκτίμηση του τι μπορεί ή του τι θέλει να κάνει μια κυβέρνηση του Σύριζα.

Νομίζω πως αυτή η ερμηνεία πρέπει να αντικρουστεί αποφασιστικά, όχι γιατί χρειαζόμαστε τεχνητές ενέσεις αισιοδοξίας αλλά γιατί δεν ανταποκρίνεται σε μια βαθύτερη κατανόηση της δυναμικής της συγκυρίας. Ας τονίσουμε λοιπόν ότι τα κόμματα και οι οργανώσεις υπάρχουν ακριβώς γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να είναι συνέχεια στο δρόμο, και γιατί κάποια στιγμή ακόμη και τα πιο μαζικά κινήματα αγγίζουν τα όριά τους. Από αυτήν την άποψη το όριο του αγωνιστικού κύκλου του 2010-2011 είναι ότι έκλεισε χωρίς να αφήσει πίσω του νέες οργανωτικές αποκρυσταλλώσεις και χωρίς να έχει επαρκώς ανανεώσει ή εξυγιάνει τις υπάρχουσες, αρχίζοντας από τα συνδικάτα. Αυτή η αδυναμία είναι καθοριστικής σημασίας για να καταλάβουμε τόσο την ασυνέχεια των κινητοποιήσεων όσο και την δυναμική της μετάθεσης των αντιθέσεων στο πολιτικό επίπεδο, τουλάχιστον για μια περίοδο. Για να το πω διαφορετικά, στην ταξική πάλη οι χρονικότητες δεν είναι πάντα παράλληλες. Υπάρχουν στιγμές που το πολιτικό επίπεδο γίνεται το «πέρασμα» απ΄όπου μπορεί να ξεδιπλωθεί μια νέα δυναμική στα κοινωνικά μέτωπα.

Ασφαλώς και οι αγώνες του σήμερα έχουν ιδιαίτερη σημασία ως προς το κλίμα που θα διαμορφωθεί εν όψει των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων. Παρ'όλα αυτά όμως και χωρίς να αποκλείουμε μια κινηματική έξαρση στο άμεσο μέλλον δεν μπορούμε να κινηθούμε ανάγοντάς την ως προαπαιτούμενο μιας εκλογικής νίκης και της προοπτικής που ανοίγει το ενδεχόμενο αριστερής κυβέρνησης. Πολύ πιο ρεαλιστικό μοιάζει σήμερα να εντοπίσουμε τη δυνατότητα επανεκκίνησης κινητοποιήσεων σε μια νέα σχέση κινήματος και πολιτικού υποκείμενου. Μετά από μια σειρά ηττών στα κοινωνικά μέτωπα και βαθύτερων ζυμώσεων από τα κάτω, γίνεται όλο και πιο σαφές ότι μόνο μια νίκη στο πολιτικό πεδίο μπορεί να αντιστρέψει το σημερινό κλίμα και να απελευθερώσει νέες κοινωνικές δυναμικές δίνοντας ελπίδα και αυτοπεποίθηση στις τσαλακωμένες αλλά παρ'όλα αυτά αταλάντευτες στην αντιμνημονιακό τους προσανατολισμό λαϊκές δυνάμεις.

Αυτό είναι νομίζω το στρατηγικό στοίχημα της περιόδου: να λειτουργήσει η αριστερή κυβέρνηση ως εμβρυουλκό μιας κοινωνικής δυναμικής που θα δώσει ώθηση και στήριξη σε μια συγκρουσιακή πορεία ρήξεων με το μνημονιακό πλαίσιο, την τροϊκανή επιτήρηση και αναπόφευκτα με το ατσάλινο κλουβί της ευρωζώνης. Σε μια τέτοια διαλεκτική αριστερής κυβέρνησης και κινήματος βρίσκεται και το κλειδί της επιτυχίας ενός αριστερού πειράματος στην Ελλάδα.

4. Για τη σχέση κόμματος και κράτους

Ας μην γελοιόμαστε όμως: για να έχει πιθανότητες να λειτουργήσει προωθητικά μια τέτοια σχέση κυβέρνησης και κινημάτων υπάρχουν κάποιες βασικές προϋποθέσεις που κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένες μπορεί να θεωρηθούν σήμερα.

Η πρώτη είναι μια μίνιμουμ έστω ενότητα στη δράση των οργανωμένων εργατικών και λαϊκών δυνάμεων. Ενάντια στην οποιαδήποτε αλαζονεία που εμπνέουν σε κάποιους τα εκλογικά ποσοστά, και χωρίς φυσικά να τα υποτιμούμε, ας θυμίσουμε ότι οι συσχετισμοί στους κοινωνικούς χώρους δεν είναι καθόλου ταυτόσημοι με τους εκλογικούς. Εκεί η ενιαία δράση των δυναμέων της Αριστεράς είναι ζήτημα καίριας σημασίας για την οποιαδήποτε κινητοποίηση, ειδικά με όρους νίκης. Και ξέρουμε δυστυχώς πως αυτή η ενιαία δράση παραμένει ένα ανεκπλήρωτο αίτημα από την αρχή της παρούσας σύγκρουσης, κύρια με ευθύνη του ΚΚΕ. Να λοιπόν ένα πρώτο βασικό επίπεδο παρέμβασης στο οποίο είναι επείγουσα ανάγκη να σημειωθεί πρόοδος.

Η δεύτερη προϋπόθεση είναι το θέμα των συμμαχιών στο καθαρά πολιτικό επίπεδο, του κόμματος ή του συνασπισμού δυνάμεων που θα κληθεί να συγκροτήσει την αριστερή κυβέρνηση. Και εδώ πρέπει ασφαλώς να συνεχιστεί η ενωτική απεύθυνση που εμπερικλείει η πρόταση της αριστερής κυβέρνησης. Ξέρουμε όμως πως οι πιθανότητες να ευοδωθεί είναι δυστυχώς περιορισμένες λόγω του εύρους των διαφωνιών που χωρίζουν τον Σύριζα από τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς αλλά και τις ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ αυτών των δυνάμεων. Το πιθανότερο είναι λοιπόν πως οδηγούμαστε σε μια κυβέρνηση Σύριζα με ανοιχτό ένα πλήθος κρίσιμων ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένου και των πολιτικο-κοινωνικών συμμαχιών μιας τέτοιας κυβέρνησης, χωρίς καν να μιλήσουμε για τα απολύτως αναγκαία διεθνή στηρίγματα.

Η τρίτη προϋπόθεση βρίσκεται λοιπόν στην κατεύθυνση που θα ακολουθήσει εν τέλει η αριστερή κυβέρνηση και που θα κριθεί σε έναν πολύ πυκνό πολιτικό χρόνο, από τα πρώτα κιόλας δείγματα γραφής που θα δώσει. Η τήρηση των βασικών δεσμεύεσεων του Σύριζα για κατάργηση του Μνημονίου, ανατροπή της λιτότητας, διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και τερματισμού τροϊκανής επιτήρησης θα έχει καθοριστικές επιπτώσεις στη διαμόρφωση ενός νέου συσχετισμού δύναμης. Θα είναι καταλυτική για την ενεργοποίηση των λαϊκών δυνάμεων και τη δημιουργία ενός κλίματος αυτοπεποίθεσης και θετικής προσδοκίας.

Ξέρουμε όμως ότι και αυτό το θέμα είναι ανοιχτό και, από αυτήν την άποψη, καθοριστική σημασία θα έχουν δύο παράμετροι: οι εσωτερικοί συσχετισμοί στο κόμμα που θα συγκροτήσει την αριστερή κυβέρνηση αλλά κυρίως η διαλεκτική που θα δημιουργηθεί ανάμεσα στην εσωτερική διαπάλη γραμμών και τη σχέση που ο Σύριζα θα διαμορφώσει με το κοινωνικό μπλοκ που θα τον στηρίξει. Σ'αυτό το σημείο οφείλουμε να είμαστε ειλικρινείς και ψύχραιμοι γιατί οι ενδείξες που έχουμε ως τώρα είναι αντιφατικές. Από τη μια είδαμε αναμφισβήτητες τάσεις συστημικής προσαρμογής, δεξιόστροφης μετατόπισης αλλά μεταλλάξεις στην ίδια την κομματική μορφή του ενιοποιημένου πλέον Σύριζα. Αναφέρομαι ειδικότερα σε τάσεις κομματικής αμορφίας, αποπολιτικοποίησης της εσωτερικής ζωής, μετατροπής των οργανώσεων σε εκλογικούς μηχανισμούς και επικράτησης μιας επικοινωνιακής αντίληψης της πολιτικής. Η άλλη όψη αυτής της διαδικασίας είναι η ενίσχυση του συγκεντρωτισμού, η αυτονόμηση των ηγετικών κλιμακίων από τη βάση, η επιθετική αντιμετώπιση της εσωτερικής διαφωνίας και τα φαινόμενα αρχηγισμού.

Είχαμε όμως ταυτόχρονα αξιοσημείωτες και ιδιαίτερα επίμονες αντίρροπες τάσεις. Αναφέρω ενδεικτικά: την συνεχιζόμενη επαφή και παρέμβαση του Σύριζα στα κινήματα, τη σχετική – και συχνά αντιφατική – αλλά πάντως υπαρκτή μαζικοποίησή του καθώς βεβαίως και την παρουσία μιας ισχυρής και αρκετά συνεκτικής αριστερής τάσης, που εκφράζεται κυρίως αν και όχι αποκλειστικά από την Αριστερή Πλατφόρμα. Σε κάθε περίπτωση, παρά τις πιέσεις που δέχεται πανταχόθεν, τις αμφισημίες και τους κλυδωνισμούς, ο Σύριζα δεν έχει αναιρέσει τη βασική του δέσμευση για την ακύρωση των Μνημονίων, τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και την αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας. Ακριβώς γι αυτό το λόγο διατηρεί και μάλιστα διευρύνει τη σχέση εκπροσώπησης που απέκτησε έστω κυρίως εκλογικά με τις εργαζόμενες τάξεις των οποίων αποτελεί αυτή τη στιγμή το μοναδικό υπολογίσιμο και δυνάμει νηκηφόρο χαρτί.

Δεν νομίζω ότι αποτελεί υπερβολή αν λέγαμε ότι δεδομένης της ισχνότητας της εξ'αριστερών έξωθεν πίεσης που δέχθηκε ο Σύριζα αυτήν την περίοδο, η εσωτερική του διαλεκτική αποτελεί ένα κρίσιμο, ίσως το κρισιμότερο, επίδικο της συγκυρίας, το πεδίο όπου συμπυκνώνονται και κρίνονται οι αντιθέσεις που την διαπερνούν. Το σύστημα το έχει εξ'αλλου πολύ καταλάβει, πολύ περισσότερο θα έλεγα από την εκτός Σύριζα Αριστερά, και δρα αναλόγως, συνδυάζοντας το μαστίγιο με το καρότο, τον εκφοβιστικό αντιαριστερό λόγο με τις πιέσεις για να αποδεχθεί ο Σύριζα το υπάρχον πλαίσιο ως κάτι το απαράβατο. Αυτό δίνει στις δυνάμεις που δίνουν τη μάχη στο εσωτερικό του ιδιαίτερες ευθύνες. Ευθύνες απέναντι στο κόμμα τους ως σύνολο, απέναντι στο ίδιο το αριστερό κίνημα, και μάλιστα στο διεθνές, αλλά πάνω απ'όλα απέναντι στον δοκιμαζόμενο και αγωνιζόμενο λαό μας.

Ξέρουμε πως δεν υπάρχει καμμιά εγγύηση για την έκβαση του αγώνα, καμμιά νομοτέλεια, ούτε για το καλύτερο, ούτε για το χειρότερο. Εχουμε συνείδηση της ιστορικότητας των στιγμών, γι αυτό και ξέρουμε πόσο μικρή είναι σε τέτοιες συνθήκες η απόσταση που χωρίζει την καταστροφή από την νίκη. Δεν έχουμε όμως καμμιά άλλη επιλογή από το να δοκιμάσουμε να νικήσουμε, για να ξεκινήσει επιτέλους με νέο απελευθερωτικό νόημα αυτός ο αιώνας.
*Ομιλία στη συζήτηση «Η Αριστερά στον 21ο αιώνα», στα πλαίσιο του διήμερου που διοργάνωσαν οι ιστοσελίδες Ιskra, Rproject και το ΜΑΧΩΜΕ στην αίθουσα του Κεραμεικού στην Αθήνα, στις 6 και 7 Φλεβάρη.
**Μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ - Πανεπιστημιακός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου