Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Ιστορικότητα και επικαιρότητα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου

Η μπροσούρα "Ιστορικότητα και επικαιρότητα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου" κυκλοφόρησε το Νοέμβρη του '93, 20 χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, από την πολιτική ομάδα "Α/συνέχεια".

ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

Με την καρδιά μας δίπλα σε κάθε «προβοκάτορα»
που προσπαθεί να ανοίξει δρόμο στον αγώνα
ενάντια στη Νέα Τάξη Πραγμάτων
και ζεσταίνει τις ελπίδες των καταπιεσμένων
όπου γης.

Με τη σκέψη στην ανάγκη του προγράμματος που θα
συνοψίσει, θα πλατύνει και θα βαθύνει
τους ορίζοντες των επαναστατών.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Α/συνέχεια, Νοέμβρης 1993

Εισαγωγή

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι ένα ιστορικό γεγονός που σημάδεψε ποικιλότροπα την ελληνική κοινωνία. Συνέβηκε μια ορισμένη στιγμή της νεοελληνικής εξέλιξης, έκφρασε κάποιες συγκεκριμένες ανάγκες που διαστρέφονταν ή καταπιέζονταν, είχε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Ιστορικό προϊόν των ειδικών συνθηκών της περιόδου εκείνης, είχε ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα που καθορίστηκε από τους στόχους και τα οράματα που κίνησαν τους πρωταγωνιστές του στο στίβο της άμεσης αντιπαράθεσης με το στρατιωτικοφασιστικό καθεστώς…

Είκοσι χρόνια μετά, σε αντίθεση με όλες τις εύκολες αντιμετωπίσεις της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, μια τοποθέτηση που θα ήθελε να σέβεται την ιστορία (αλλά και τον εαυτό της) οφείλει να κινηθεί βήμα το βήμα στην αποκατάσταση της ιστορικότητας του Πολυτεχνείου, διαλύοντας την πραγματικότητα των παραστάσεων και των φαινομένων που έχουν δημιουργήσει γι’ αυτό όσοι το αρνήθηκαν και το αρνούνται. Οφείλει να καταδείξει όλες τις «μικρές» και μεγάλες αρνήσεις του Πολυτεχνείου, καθώς και την άρνηση του πνεύματος και του μηνύματος του Νοέμβρη στα χρόνια που επακολούθησαν. Δηλαδή, να εξετάσει την αλήθεια των διακηρύξεων περί «δικαίωσης», περί «συνέχισης» ή «επανάληψης» του αγώνα κλπ. Και βεβαίως, αν διακρίνει πως υπάρχει ένα νήμα που συνδέει τις σημερινές προσπάθειες έκφρασης και συγκρότησης του προοδευτικού κινήματος με το Πολυτεχνείο, οφείλει να τεκμηριώσει την επικαιρότητα του Πολυτεχνείου στις νέες σύγχρονες συνθήκες.

Η ιστορικότητα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου

Οι παραδοσιακές δεξιές δυνάμεις, οι νεοδεξιές και οι ανοιχτά φασιστικές δυνάμεις στις αναφορές τους για το Πολυτεχνείο του 73 αρέσκονται να αναφέρονται στο «μύθο» του πολυτεχνείου». Η ένταση της επιχειρηματολογίας τους διαφέρει από χώρο σε χώρο αλλά ο παρανομαστής είναι κοινός: η καπηλεία και μεγέθυνση της σημασίας του Πολυτεχνείου από την αριστερά, ο κομμουνιστικός «δάκτυλος» κλπ. οι δυνάμεις αυτές ανέκαθεν έτρεφαν μιαν απέχθεια για κάθε λαϊκή κινητοποίηση και αγώνα. Εξάλλου, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αναιρεθεί το γεγονός της άμεσης συγγένειας Δεξιάς και χούντας, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν ορισμένες απ’ αυτές τις δυνάμεις να εμφανιστούν σαν «αντιδιχτατορικές», έχοντας και την αμέριστη συμβολή των λοιπών «δημοκρατικών δυνάμεων». Το πολύ – πολύ για δημαγωγικούς λόγους να τιμήσουν τον αγώνα των «αγνών φοιτητών» ενάντια στη χούντα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας όπως αυτή έγινε το 1974, σπεύδοντας να απομακρυνθούν και να καταγγείλουν κάθε «διόγκωση» ή «εκμετάλλευση» του Πολυτεχνείου από το «μαρξιστικό κατεστημένο».

Οι ενδιάμεσες αστικές δυνάμεις, αυτές που κατεξοχήν ευνοήθηκαν και αναπτύχθηκαν στα χρόνια της διχτατορίας, ουσιαστικά απούσες από όλη την αντιδιχτατορική πάλη –όπως άλλωστε κι όλος ο αστικός πολιτικός κόσμος- και που στη συνέχεια κυρίαρχα εκφράστηκαν από το ΠΑΣΟΚ, έδειξαν τη σχέση τους με το Πολυτεχνείο δηλώνοντας πως «ο αγώνας δικαιώθηκε» όταν ανέλαβαν την κρατική διαχείριση το 1981. στα χρόνια που επακολούθησαν, το ΠΑΣΟΚ στάθηκε ο μεγαλύτερος αστικός καπηλευτής του πολυτεχνείου και διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην ενσωμάτωση πολλών επωνύμων, ρίχνοντας έτσι άφθονο νερό στη θεωρία περί «μύθου». Χωρίς το ΠΑΣΟΚ και τις γέφυρες πού έστρωσε με μεγάλη προθυμία, η απορρόφηση του ριζοσπαστισμού των χρόνων εκείνων θα ήταν ασφαλώς δυσκολότερη υπόθεση.

Οι δυνάμεις της επίσημης αριστεράς, θλιβεροί ουραγοί της αστικής κίνησης, όπως τότε είχαν αρνηθεί το πολυτεχνείο γιατί ξεπερνούσε τα όρια που επιθυμούσαν, έτσι και σ’ όλη τη μετέπειτα πορεία έδειξαν την αποστροφή τους και την εχθρότητά τους προς κάθε γνήσια λαϊκή εκδήλωση παρά τα βροντώδη «διδάγματα του Νοέμβρη» και τα «ο αγώνας συνεχίζεται» κλπ κλπ. Είναι ενδεικτικό πως και οι δύο πτέρυγες της επίσημης αριστεράς τότε είδαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου σαν μια καλοστημένη προβοκάτσια που στόχευε στην ακύρωση του «ανοίγματος» της χούντας και στη σκλήρυνση του στρατιωτικού καθεστώτος. Όμως μετέπειτα –σχεδόν σ’ ολόκληρη την 20ετία- παντού έβλεπαν το μακρύ χέρι του «αριστεροχουντισμού» και των «προβοκατόρων».

Αυτή η τριάδα –πολιτικών και οικονομικών- δυνάμεων δημιούργησε μια ορισμένη εικόνα-παράσταση του Πολυτεχνείου, ακίνδυνη κι ανώδυνη για όλα τα μεταπολιτευτικά συμβόλαια που συνάφθηκαν από το 74 μέχρι τις μέρες μας. Σύμφωνα με την παράσταση αυτή, το Πολυτεχνείο καθαγιάζεται σαν η κορυφαία στιγμή της πάλης όλων ενάντια στη διχτατορία, σαν η τελευταία πράξη προς τη δικαίωση των λαϊκών προσδοκιών: την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας.

Είναι δε αυτή η τριάδα που έκανε ότι μπορούσε για να σταθεροποιήσει το «μεταπολιτευτικό θαύμα» και το «κοινωνικό συμβόλαιο» του 74, για να απορροφήσει το ριζοσπαστισμό των λαϊκών μαζών, να κάμψει την αντίστασή τους, να σβήσει από τη μνήμη κάθε προοδευτικού ανθρώπου το ουσιαστικό μήνυμα του Πολυτεχνείου, να διδάξει και να εμπεδώσει το ρεαλισμό, την πολιτική δι αντιπροσώπων και διά μέσου διαφημιστικών σποτ, την παθητικοποίηση.

Η ίδια τριάδα με επιμερισμένους ρόλους –όπου χρειάστηκε- έδειξε τα σαφή όρια που μπορούν να ανέχονται οι πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις της μεταπρατικής Ελλάδας όταν πρόκειται για εκδηλώσεις λαϊκής αγανάκτησης και οργής. Μερικές μονάχα ημερομηνίες είναι ενδεικτικές για όσους θέλουν να θυμούνται και για όσους ενδιαφέρονται να μάθουν: 15 Νοέμβρη 1974, 21 Απρίλη 1975, 23 Ιούλη 1975, 26 Μάη 1976, 11 Νοέμβρη 1978, 17 Νοέμβρη 1980, 17 Νοέμβρη 1985 κλπ κλπ.

Προς επίρρωσιν των όσων προβάλλει η πραγματικότητα παραστάσεων για το Πολυτεχνείο, σήμερα πλέον, έχουμε και τους σαραντάρηδες του Πολυτεχνείου δημόσια πρόσωπα, στην εξουσία ή στις παρυφές της και εν γένει σε περίοπτες θέσεις της «κοινωνίας των πολιτών». Μερικά ονόματα: Λαλιώτης, Δαμανάκη, Ανδρουλάκης, Λαφαζάνης, Γαλανός, Χατζησωκράτης, Λαζαρίδης, Παπάς, Μοροπούλου, Καραγκουλές κλπ. Η «γενιά του Πολυτεχνείου» στην φάση της ωριμότητας και της υπευθυνότητας…

Και όμως τα γεγονότα του Πολυτεχνείου του 73
- παρέσυραν με την ορμή τους τα σχέδια φιλελευθεροποίησης της χούντας και όξυναν στο έπακρο τις αντιθέσεις και την κρίση του αμερικανοστήριχτου καθεστώτος,
- κουρέλιασαν την συμβιβαστική γραμμή του αστικού πολιτικού κόσμου και της επίσημης – προσαρμοσμένης αριστεράς που ήθελαν να κινηθούν στα πλαίσια της «φιλελευθεροποίησης» και της φασιστικής νομιμότητας,
- παρέλυσαν τον πυροσβεστικό ρόλο των ρεφορμιστικών δυνάμεων μέσα στο φοιτητικό κίνημα της εποχής, μέχρι του σημείου μέλη των οργανώσεων αυτών να έρχονται σε διάσταση με τη «γραμμή» και να έχουν μια διαφορετική συμπεριφορά από τις επίσημες κατευθύνσεις,
- επέβαλαν ειδικές μορφές χειρισμού και αναγκαίους ελιγμούς σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις απέναντι στο λαϊκό παράγοντα,
- επέμβηκαν και σφράγισαν τη συνείδηση όχι μόνο μιας γενιάς αλλά σχεδόν ολόκληρου του ελληνικού λαού σχετικά με τον προσανατολισμό και τον αντιφασιστικό αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του αγώνα.

Γι’ αυτό η αποκατάσταση της ιστορικότητας του Πολυτεχνείου πρέπει να κινηθεί σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο αφορά το τι ακριβώς και γιατί έγινε τότε, και το δεύτερο επίπεδο αφορά το πώς επιχειρήθηκε η ενσωμάτωση και η απορρόφησή του στη συνέχεια και τους ειδικούς τρόπους χειρισμού του. Αυτό θα επιχειρήσουμε στο πρώτο μέρος του κειμένου.

Οι συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε το Πολυτεχνείο

Οι χρονιές 72-73 ήταν αποφασιστικές για την εξέλιξη του φασιστικού καθεστώτος, γιατί την περίοδο αυτή ωρίμασαν και εκδηλώθηκαν διεργασίες που έθεταν επί τάπητος την πορεία όλου του οικοδομήματος που στήθηκε στις 21 Απρίλη 1967 από τους αμερικάνους, αλλά και διαφαινόταν – για όποιον ήταν διορατικός – κίνδυνοι για το συνολικό καθεστώς της εξάρτησης και της υποτέλειας στη χώρα μας.

Σήμερα, μετά από 20 περίπου χρόνια, δεν επιτρέπεται να επαναλαμβάνουμε απλώς εκτιμήσεις που προβάλλονταν και εκείνη την εποχή, πχ από τις μαρξιστικές λενινιστικές δυνάμεις – αν και πρέπει να εξετάζουμε την ορθότητα και την αντοχή των όποιων τοποθετήσεων – αλλά είναι αναγκαίο να γενικεύσουμε βλέποντας «σφαιρικότερα» την ιστορική εξέλιξη και την σημασία των διάφορων γεγονότων σ’ αυτήν.

Έτσι λοιπόν το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι τα χρόνια 72-73 έχουμε την παρουσία δύο καθοριστικών παραγόντων για την πορεία ολόκληρης της εικοσαετίας που έρχεται. Ο πρώτος παράγοντας αφορά τις σημαντικές ανακατατάξεις στις βασικές δυνάμεις του συστήματος. Ήδη έχουν παρατηρηθεί τροποποιήσεις στο συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Κυριότερες είναι: η κρίση που διαπερνά τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό μετά τα απανωτά χτυπήματα που έχει δεχτεί σε διάφορες μεριές με χαρακτηριστικότερα αυτά του Βιετνάμ, η προώθηση των Σοβιετικών που προσπαθούν να επωφεληθούν από την αναδίπλωση των αμερικάνων, και φυσικά η προώθηση των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών που πλέον αισθάνονται ότι μπορούν να αμφισβητήσουν τον αμερικάνικο εναγκαλισμό. Στον διεθνή στίβο παρουσιάζεται ένας «συνδιαχειριστικός διπολισμός» ανάμεσα σε αμερικάνους και σοβιετικούς που έχει δύο άμεσους στόχους: την απορρόφηση και το χτύπημα της ανολοκλήρωτης θύελλας που φούντωσε στη δεκαετία του 60 και συνεχιζόταν στις αρχές της δεκαετίας του 70, και την αποτροπή της αμφισβήτησης της πρωτοκαθεδρίας τους από άλλες ανερχόμενες δυνάμεις. ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με το ότι από το 1968 είχαν παρατηρηθεί τα «λαχανιάσματα» της οικονομίας των κυριότερων χωρών και είχαμε τις πρώτες εκδηλώσεις φαινομένων που μαρτυρούσαν την είσοδο σε μια παγκόσμια οικονομική κρίση (πράγμα που έγινε το 1973) που θα σφράγιζε και θα διαπερνούσε όλες τις εξελίξεις της εικοσαετίας που ερχόταν. Με το πρόσχημα της αντιμετώπισης του «πετρελαϊκού σοκ» οι κυβερνήσεις των ιμπεριαλιστικών χωρών προχωρούσαν σε μια βαθιά αναδιαρθρωτική κίνηση που θα τροποποιούσε πολλαπλά όλα τα μέχρι τότε δεδομένα, τα μέχρι τότε θεωρούμενα αυτονόητα και αμετάβλητα. Ερχόταν μια περίοδος μεγάλων ανακατατάξεων, ανατροπών. Μπαίναμε σε μια εποχή εντελώς μεταβατική.

«Ο κόσμος μπαίνει ή μάλλον έχει κιόλας μπει σε μια περίοδο ακόμα μεγαλύτερων, αιματηρών και αναίμακτων συγκρούσεων, ανάμεσα σε τάξεις ή συνασπισμούς τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων, ανάμεσα σε κράτη ή και συνασπισμούς κρατών, ανάμεσα σε κράτη που ανήκουν στους ίδιους συνασπισμούς ή και κράτη που δεν ανήκουν σε συνασπισμούς κοκ. Η βάση των συγκρούσεων είναι ο ανειρήνευτος ταξικός αγώνας που επιδρά στον εθνικό, πολιτικό και πολιτιστικό τομέα σε εθνική και διεθνή κλίμακα, που οξύνει τις ήδη οξυμένες αντιθέσεις που είναι σύμφυτες στον καπιταλισμό και μάλιστα στην πιο προχωρημένη φάση του τελευταίου του σταδίου, του ιμπεριαλισμού, που σφραγίζεται με την παρουσία ενός σοσιαλιμπεριαλισμού που έχει μεταβληθεί σε υπερδύναμη».

Η επίδραση αυτών των όρων στις ελλαδικές εξελίξεις ήταν καθοριστική. Οξύνονται στο έπακρο οι αντιθέσεις ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της αντίδρασης. Οι αμερικάνοι απέτυχαν να στήσουν γέφυρες ανάμεσα στις διασπασμένες και αντιμαχόμενες μερίδες της μεγαλοαστικής τάξης. Οι δυτικοευρωπαίοι πασχίζοντας να ανακτήσουν ορισμένες θέσεις, αρχίζουν να εκμεταλλεύονται τις αντιθέσεις και εργάζονται για ένα συμβιβασμό με τους αμερικάνους στην περιοχή. Οι Σοβιετικοί είχαν ήδη κατέβει με το στόλο τους στο Αιγαίο, ήταν παρόντες στο Κυπριακό και προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία για παραπέρα προώθησή τους. Το «οικονομικό θαύμα» της χούντας αρχίζει να τρίζει και ο εργαζόμενος κόσμος βλέπει να χειροτερεύει δραματικά η οικονομική του κατάσταση. Τέλος, έχουν ξεκινήσει οι πρώτοι μαζικοί αγώνες που πιστοποιούν το πέρασμα από τις αντιφασιστικές διαθέσεις στη συγκεκριμένη πράξη. Αυτοί οι παράγοντες είναι που οδηγούν τη διχτατορία και τους προστάτες της σ’ έναν ελιγμό, αυτόν που ονομάστηκε «φιλελευθεροποίηση».

Με τη «φιλελευθεροποίηση» το φασιστικό καθεστώς και οι αμερικάνοι προσπαθούν να παραμείνουν οι αδιαφιλονίκητοι ρυθμιστές των εξελίξεων και να απορροφήσουν τις εντάσεις και τους κραδασμούς που έχουν ήδη δημιουργηθεί. Ήδη οι αμερικάνοι απεργάζονται σχέδια για την περιοχή της Μέσης Ανατολής και ετοιμάζονται πυρετωδώς για τις εξελίξεις στο Κυπριακό και γι’ αυτό θέλουν να σταθεροποιήσουν το φασιστικό καθεστώς. Στηρίζονται στην εκτίμηση ότι ολόκληρος ο αντιπολιτευόμενος κόσμος και οι διάφορες κλίκες του θα αποδεχτούν την «ομαλοποίηση» και θα συμμετέχουν ενεργά σ’ αυτήν. Άλλωστε η συμπεριφορά του «ριγμένου» πολιτικού κόσμου, όπως θα δούμε παρακάτω, άφηνε όλα τα περιθώρια για μια παρόμοια εκτίμηση από πλευράς των φασιστών.

Το ζήτημα που θέλει διερεύνηση και απόδειξη είναι το ποιος στάθηκε αποφασιστικός παράγοντας για την αποτυχία της «φιλελευθεροποίησης» και τι ρόλο έπαιξαν όλες οι δυνάμεις. αυτό που θέλουμε να υποστηρίξουμε είναι ότι η μεταβλητή του κινήματος, που οδηγούνταν στην κατεύθυνση μιας συνολικής σύγκρουσης με το φασιστικό καθεστώς και τους πάτρωνές του, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που τροποποίησε όλα τα δεδομένα του προβλήματος. Ακόμα, αυτό που πρέπει να αποδειχτεί είναι πως αυτή η μεταβλητή αναπτύχθηκε ξεπερνώντας τα αντιπολιτευτικά πλαίσια που υιοθετούσαν η αστική αντιπολίτευση και ο ρεβιζιονισμός.

Η «φιλελευθεροποίηση»

Πέντε χρόνια μετά την επιβολή της διχτατορίας στην χώρα μας η παγιοποίηση του αμερικανόπνευστου καθεστώτος έπρεπε να περάσει μέσα από τη δημιουργία μιας ψευδαίσθησης πολιτικής ζωής.

Έτσι, οι βάσεις της στροφής μπαίνουν το 1972 κι αυτή θα ολοκληρωθεί τερματίζοντας τον κύκλο της ένα χρόνο αργότερα. Τα πρώτα σημάδια της στροφής είναι η ανοχή κάποιων αντιπολιτευτικών δηλώσεων και εκδηλώσεων, η κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας, η εμφάνιση διαμαρτυριών διανοούμενων, η δυνατότητα έκδοσης μιας σειράς προοδευτικών βιβλίων.

Τον Μάη του 1972 στο περιοδικό «Λαϊκός Δρόμος» γράφοταν τα εξής:

«Η σταθεροποίηση του καθεστώτος βασίζεται λοιπόν όχι μόνο στην ανοιχτή φασιστική βία (οι συλλήψεις, οι δίκες, ο χαφιεδισμός κλπ ούτε στιγμή δεν σταμάτησαν) αλλά και στην προσπάθεια δημιουργίας πολιτικών συνθηκών προετοιμασμένων και ραμμένων στα μέτρα των φασιστών. Γι’ αυτό το σκοπό η προσαρμογή στο σύνταγμα του 68, η αποδοχή απ’ τη μεριά του αστικού πολιτικού κόσμου ότι οι φασίστες αποτελούν κατάσταση κι επομένως ότι μόνο μέσα απ΄ αυτούς θα γίνει η οποιαδήποτε αλλαγή, είναι στόχοι που επιδιώκουν με κάθε τρόπο, και κάθε νέα τους πρωτοβουλία μέσα απ’ αυτό το πρίσμα πρέπει να βλέπεται.

Είναι γεγονός ότι ο αστικός πολιτικός κόσμος ακολουθεί σ’ αυτό το παιχνίδι. Συμμετέχει και επιδιώκει αυτό το ρόλο που του αποδίδεται απ’ την κλίκα του Παπαδόπουλου. Οι έντονες προσπάθειες που κάνουν διάφοροι αστοί πολιτικοί παράγοντες τύπου Μαύρου, Αβέρωφ κλπ, καθώς και οι κατευθύνσεις που δίνει ο αστικός τύπος με πρωτεργάτη τον Λαμπράκη, επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Όλοι οι «ριγμένοι» αστοί πολιτικοί και πίσω τους οι φράξιες της αστικής τάξης που ανησυχούν γιατί η κωμωδία κράτησε πού, έχουν ριχτεί με τα μούτρα στο παζάρεμα των συνθηκών κάτω από τις οποίες θα ¨συζητήσουν» με τον Παπαδόπουλο.

Η προσαρμογή στη νομιμότητα είναι λοιπόν, για να συνοψίσουμε, ένας στόχος που έχουν βάλει οι φασίστες και που ακολουθεί με πιστότητα ολόκληρη η μεγαλοαστική τάξη. Η παγιοποίηση του καθεστώτος με όλα τα μέσα και με διάφορες μορφές είναι ένας από τους στόχους του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, που επιδιώκει μια φαινομενική ηρεμία και επίφαση δημοκρατίας, για τη χρησιμοποίηση της Ελλάδας ευκολότερα στον ρόλο που θέλουν να παίξει στο χώρο της Μέσης Ανατολής κι αυτό κύρια σαν στρατιωτική βάση.

Είναι καθαρό ότι η κλίκα στην εξουσία της Αθήνας, όλες οι φράξιες της μεγαλοαστικής τάξης, τα πολιτικά σχήματα που τις εκφράζουν έχουν βάλει πλώρη για τη μετατροπή της ανοιχτής διχτατορίας σε μιαν άλλη που με οποιονδήποτε κοινοβουλευτικό μανδύα, αβασίλευτο ή βασιλευόμενο μασκάρεμα, θα προσπαθήσει να κάνει πολιτικές «μεταβολές» με ομαλό τρόπο, δηλαδή να δώσει την ψευδαίσθηση αλλαγών μέσα στη «συνέχεια» της διχτατορίας του 67. Με άλλα λόγια να παραμείνει ασάλευτο όλο το οικοδόμημα που αμερικάνοι και ΝΑΤΟϊκοί χτίσαν για δικούς τους σκοπούς μετά το 67.

Σήμερα αποτελεί ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: Η εφαρμογή αυτού του σχεδίου είναι η κύρια ταχτική του φασιστικού ξενόδουλου καθεστώτος και σαν τέτοια πρέπει να ξεσκεπαστεί, να χτυπηθεί, να την κάνουμε να αποτύχει. Όπως πρέπει να ξεσκεπαστεί και χτυπηθεί ο ρόλος όλων εκείνων που συνεργάζονται κρυφά ή φανερά με τους φασίστες για την επιτυχία αυτού του σχεδίου. Όπως πρέπει να χτυπηθούν όλες οι ρεβιζιονιστικές τάσεις που έχουν συγκεκριμενοποιήσει την προδοσία τους αυτή τη στιγμή στην προώθηση και το στάλαγμα στη συνείδηση του λαού της προσαρμογής στη νομιμότητα και της ταξικής συνεργασίας. Πρέπει να ξεσκεπάσουμε και να αγωνιστούμε ενάντια σ’ αυτές τις προσπάθειες απ’ όπου κι αν προέρχονται».

Συνεπώς δεν χωρά καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις της φασιστικής κλίκας και των προστατών της. Η συνέχεια των γεγονότων το αποδεικνύει καθαρά. Οι πιο θεαματικές εκδηλώσεις αυτής της επιλογής γίνονται το καλοκαίρι του 73. στις 1/6/1973 ο Παπαδόπουλος «αιφνιδιαστικά» κατάργησε τη μοναρχία και ανακήρυξε την Ελλάδα προεδρική δημοκρατία. Πρώτος πρόεδρος χρίστηκε ο ίδιος με αντιπροέδρους τον Παττακό και τον Μακαρέζο. Στις 12/6/1973 ο Παπαδόπουλος αναγγέλλει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την αποδοχή ή όχι της τροποποίησης του συντάγματος. Το «δημοψήφισμα» διεξάγεται στις 29 Ιούλη. Το «αποτέλεσμα» του «δημοψηφίσματος» ήταν 77,2% ΝΑΙ, 21,7% ΟΧΙ, 1,1% άκυρα και η συμμετοχή ήταν 85%. Η υπερψήφιση του φασιστικού ψευτοδημοψηφίσματος σήμαινε –εκτός φυσικά από την αποδοχή του καθεστώτος- την εκλογή των μοναδικών υποψηφίων Παπαδόπουλου και Αγγελή για πρόεδρο και αντιπρόεδρο αντίστοιχα της αβασίλευτης διχτατορίας για 8 χρόνια. Αντίθετα, ενδεχόμενη καταψήφιση του θα σήμαινε ότι έπρεπε να ξαναμελετηθούν τα συγκεκριμένα άρθρα και να ξανατεθούν σε δημοψήφισμα. Πάνω απ’ όλα όμως το ΟΧΙ σήμαινε συμμετοχή στη φάρσα του δημοψηφίσματος, σήμαινε συγκάλυψη της βασικής επιδίωξης «αυτοεξέλιξης» του φασιστικού καθεστώτος, σήμαινε προσαρμογή στη φασιστική νομιμότητα.

Στις 19 Αυγούστου 1973 ο Παπαδόπουλος ορκίστηκε πρόεδρος της δημοκρατίας για 8 χρόνια. Ταυτόχρονα εξήγγειλε γενική αμνηστία, άρση των έκτακτων μέτρων, επίσπευση των εκλογών και νέα κυβέρνηση με πολιτική σύνθεση. Στις 8 Σεπτέμβρη με προεδρικό διάταγμα καταργήθηκε το έκτακτο στρατοδικείο Αθήνας και το στρατοδικείο αεροπορίας. Στις 1/10/1973 έδωσε εντολή στο Μαρκεζίνη να σχηματίσει κυβέρνηση η οποία ορκίστηκε στις 8 Οκτώβρη 73 με παράλληλες υποσχέσεις για ελεύθερες εκλογές που σχεδιάζονταν να γίνουν την Άνοιξη του 74.

Εκεί σταματάει και ο κύκλος της «φιλελευθεροποίησης» για λόγους που ουδεμία σχέση έχουν με τα σχέδια και τις προθέσεις της χούντας, του αστικού κόσμου και των ρεβιζιονιστών. Άλλωστε, χρονικά δεν μας χωρίζουν παρά λίγες βδομάδες από την εξέγερση του πολυτεχνείου.

Ο ριγμένος αστικός πολιτικός κόσμος

Η συμπεριφορά του αστικού πολιτικού κόσμου απέναντι στις μανούβρες του φασιστικού καθεστώτος καθοριζόταν από την προσήλωση στις «αρχές» της υποτέλειας και της ξενοκρατίας.

«Το βασικό χαρακτηριστικό των πάντα ξενοκίνητων άλλα σήμερα ριγμένων αστών πολιτικών είναι από τη μία μεριά ο εκβιασμός κι από την άλλη οι βαθιές υποκλίσεις προς τα αφεντικά. Ο εκβιασμός με επιχείρημα την μελλοντική εξέγερση του λαού όπως επανειλημμένα χρησιμοποιήθηκε τόσο από το συγκρότημα Λαμπράκη όσο κι απ’ τον Κανελλόπουλο κλπ. Η βαθιά υπόκλιση με τη διαβεβαίωση ότι οι ίδιοι στην εξουσία θα πετύχουν τα ίδια αποτελέσματα χωρίς τις αναπόφευκτες «αβαρίες» και με την πλατύτερη δυνατή υποστήριξη των συμφερόντων όλων των δυτικών «συμμάχων».

Κατακεραυνώνοντας τους φασίστες η κάθε αντιπολιτευόμενη αστική φράξια υπολόγιζε και υπολογίζει στην επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό με πρόσθετο στοιχείο την παρουσία 40.000 γίανκηδων, τις ναυτικές βάσεις και τη συνέχιση των αεροπορικών αναγνωρίσεων πάνω από τις αραβικές χώρες με αεροπλάνα που εξορμούν από το Ελληνικό ή άλλα στρατιωτικά αεροδρόμια της Ελλάδας. Σ’ όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η μεγαλύτερη σύνδεση με το ΝΑΤΟ και αναγνώριση απ’ τη μεριά των αμερικάνων ότι «η Ελλάδα έχει αναλάβει όλο και μεγαλύτερα οικονομικά βάρη και υπευθυνότητες στους κόλπους του οργανισμού» όπως δήλωσε ο αμερικάνος υπουργός εξωτερικών στην τελευταία σύνοδο του ΝΑΤΟ.

Να λοιπόν ποια είναι η «κληρονομιά» που δεν θίγουν οι «αντιδιχτατορικοί» κύκλοι σαν τον Καραμανλή, Κανελλόπουλο, βασιλιά κλπ».

Αυτή η διπλή στάση υπαγορευόταν σ’ όλη την περίοδο του 73 και για έναν σημαντικό ακόμα λόγο. Η ανάπτυξη ακριβώς του λαϊκού κινήματος ανάγκαζε την αστική αντιπολίτευση να υψώνει τους τόνους χωρίς όμως να εξωθεί τις διαμαρτυρίες στα «άκρα».

Έτσι για παράδειγμα το συγκρότημα Λαμπράκη, ο σημαντικότερος εκφραστής αυτής της στάσης, αναφέρει σχετικά με το δημοψήφισμα τα εξής:

«Ο ελληνικός λαός ανέμενε την εφαρμογή ενός Συντάγματος για το οποίο η έγκριση του εδόθη (κατά τις επίσημες ανακοινώσεις) με συντριπτική πλειοψηφία, εδώ και πέντε χρόνια!!! Χωρίς καν να συντελεσθή στην πενταετία μέσα η εφαρμογή του πρώτου αυτού συντάγματος, παρέχονται υποσχέσεις για ένα δεύτερο διαφορετικό, για το οποίο, και πάλι, δεν υπάρχει νομική διαβεβαίωση αμέσου ισχύος». (ΒΗΜΑ 3/6/73).

«Όσο για την αποχή δεν την συζητούμε εφ’ όσον η ψηφοφορία έγινε κατά νόμον υποχρεωτική. Προτροπή σε αποχή ισοδυναμεί με το να ζητήσει κανείς από τον μέσο πολίτη να αντιμετωπίσει άμεση δίωξη και ποινές αντίστοιχες με τον στρατιωτικό νόμο ισχύοντα. Αυτά ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η αποχή στη συγκεκριμένη περίπτωση θα σήμαινε ότι ο πολίτης δέχεται να μην είναι πολίτης, δηλαδή να μην αποδοκιμάζει κάτι που υποβαθμίζει τον ουσιαστικό του ρόλο. Ενώ η άρνηση, το επαναλαμβάνουμε, είναι η βαρύνουσα πολιτική πράξη» (ΒΗΜΑ 14/6/73).

Εφαρμογή του συντάγματος του 68 (δηλαδή φασιστικού), εγγυήσεις για την άμεση ισχύ του νέου συντάγματος και προτροπές για συμμετοχή στο δημοψήφισμα – απάτη της χούντας με αναπαραγωγή όλων των τρομοκρατικών επιχειρημάτων για άμεσες διώξεις κλπ, δηλαδή εγκλωβισμός κάθε αγωνιστικής διάθεσης στα ακίνδυνα για το καθεστώς κανάλια της αστικής αντιπολίτευσης.

Η γραμμή της «αντιδιχτατορικής ενότητας»

Η γραμμή των δύο πτερύγων του ελληνικού ρεβιζιονισμού δεν διέφερε στην ουσία από τις επιδιώξεις των ριγμένων αστών. Έχοντας χάσει κάθε εμπιστοσύνη στον ανεξάρτητο λαϊκό αγώνα και έχοντας μετατραπεί από τις αρχές της δεκαετίας του 60 σε ουρά των αστικών σχηματισμών, προσπαθούν όλη την περίοδο της διχτατορίας να στήσουν μια περίφημη «αντιδιχτατορική ενότητα» στην οποία χωράνε οι πάντες, απ’ το βασιλιά μέχρι τους «τίμιους αξιωματικούς της Κορέας», και φυσικά ο στρατηγικός στόχος ή ένα πρώτο του στάδιο (γιατί διέπρεψαν στην ανακάλυψη διαφόρων σταδίων) είναι η «αποκατάσταση της δημοκρατίας» μέσα από μια οικουμενική κυβέρνηση κλπ. κάθε ενέργεια, κάθε δήλωση, κάθε σύνθημα που ξεπερνάει την αντιδιχτατορική ενότητα θεωρείται ύποπτο, λαθεμένο, επιζήμιο. Το αντιδιχτατορικό πλαίσιο του αγώνα δεν επιτρέπει αναφορές στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό ούτε αναφορές που θέτουν γενικότερα καθήκοντα για την ανατροπή της ιμπεριαλιστικής εξάρτηση στη χώρα μας.

Όλα λοιπόν υποτάσσονται στην περίφημη και εντελώς δεξιά στην πράξη «αντιδιχτατορική ενότητα», μοιράζοντας δημοκρατικά εύσημα σε διάφορους αμαρτωλούς αστικούς πολιτικούς χώρους. Είναι φορείς του πλέον ηττοπαθούς πνεύματος και καλλιεργούν την παθητικότητα μπροστά στην παντοδυναμία της φασιστικής διχτατορίας. Τέλος, σε κάθε εκδήλωση αγανάκτησης ή σε κάθε διεκδικητικό αγώνα μέσα και έξω απ’ τη χώρα προσπαθούν να ευνουχίσουν το περιεχόμενό του και να το εγκλωβίσουν στα ανώδυνα κανάλια του «αντιδιχτατορικού αγώνα».

Πριν δούμε τις συγκεκριμένες θέσεις τους πρέπει να κάνουμε μια γενική παρατήρηση. Το φασιστικό πραξικόπημα όξυνε την κρίση του ρεβιζιονιστικού στρατοπέδου και το 68 σημειώθηκε η διάσπασή του σε δύο πτέρυγες: την φιλοσοβιετική και την ευρωποκεντρική. Σ’ όλα τα χρόνια μέχρι το 73 η κρίση αυτή δεν έχει ξεπεραστεί. Στο μεν ΚΚΕεσ δυναμώνουν οι κεντρόφυγες τάσεις και παρατηρούνται πολλές αποστασιοποιήσεις, στο δε ΚΚΕ η κρίση εμφανίζεται με όλη την περιπέτεια του 9ου συνεδρίου που όλο αναγγελλόταν και όλο δεν πραγματοποιούνταν, και βεβαίως με την «ασθένεια» του Κ. Κολιγιάννη και την αντικατάστασή του από τον Χ. Φλωράκη.

Για να αντιληφθούμε όμως καλύτερα τις εξελίξεις και τις τοποθετήσεις των δύο ρεβιζιονιστικών πτερύγων πρέπει να σημειώσουμε ακόμα πως βρισκόμαστε στην εποχή της «συνδιαχείρισης» ανάμεσα στους δύο μεγάλους (ΗΠΑ – ΕΣΣΔ), και ότι αυτό που ονομάστηκε «μπρεζνιεφισμός» δηλαδή η επιστροφή σε μια αριστερή φρασεολογία που κάλυπτε μια δεξιά και στην ουσία σοσιαλιμπεριαλιστική πολιτική, υπαγορεύτηκε από την άμεση ανάγκη να ελεγχθεί, ν α τιθασευτεί η θύελλα των χρόνων 68- 75. χωρίς αυτήν την επιφανειακή μεταμόρφωση του ρεβιζιονισμού θα ήταν πολύ αμφίβολη η συγκράτηση και ο εγκλωβισμός δυνάμεων που αντικειμενικά έπρεπε να στραφούν προς επαναστατικές κατευθύνσεις. Αυτός είναι ο ειδικός λόγος που η ομάδα Φλωράκη εγκατέλειψε τις περιττές δεξιές υπερβολές, υιοθέτησε μια πιο αριστερή φρασεολογία χωρίς όμως να αλλάζει την ουσία της ρεβιζιονιστικής πολιτικής της. Ακόμα, δεν είναι διόλου τυχαίο πως αυτή η αριστερή τάχα φτιασίδωση της ομάδας Φλωράκη πραγματοποιείται χρονικά μονάχα όταν έχει κιόλας ξεπεραστεί (τέλη 1973) από το κίνημα η ρεφορμιστική γραμμή και έχει υιοθετηθεί πλατιά ο αντιφασιστικός αντιιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της πάλης.

Ο χώρος του πολυκεντρισμού, δηλαδή το ΚΚΕεσ, εκφράζει χωρίς πολλές αναστολές τον πυρήνα της πολιτικής τους. Ας δούμε ένα – δυό παραδείγματα:

«Στον πόλεμο κατά του συντάγματος της χούντας ο λαός μπορεί να χρησιμοποιήσει και αυτό το ίδιο το χουντικό σύνταγμα…Στο βαθμό που η τυπική αναγνώριση του συντάγματος διαστέλλεται κατηγορηματικά απ’ τη νομιμοποίησή του και δεν αποτελεί βήμα για την ένταξή του στην πολιτεία της 21/4/67 αλλά πράξη αναγκαία για να μεταφερθεί ο αγώνας στους θεσμούς…στο βαθμό αυτό δεν αποτελεί πράξη αντιστρατευόμενη στη γραμμή της συνεπούς αντιδιχτατορικής πάλης (ΚΟΜΕΠ τεύχος 7-8, 1972, σε άρθρο με υπογραφή «στέλεχος από την Ελλάδα»).

Ούτε λίγο ούτε πολύ, όλα επιτρέπονται φτάνει να επικαλείσαι πως ότι κάνεις το κάνεις στην προοπτική της συνεπούς (!) αντιδιχτατορικής πάλης. Η αποδοχή όλου του φασιστικού πλαισίου και η υποταγή σ’ αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί σαν μεταφορά του αγώνα εντός των θεσμών (θεσμοί να ‘ναι κι ότι να ‘ναι).

Ακόμα, είχαν προκαλέσει αίσθηση σε όλους τους αριστερούς οι δηλώσεις των Μπ. Δρακόπουλου και Μ. Παρτσαλίδη, υπεύθυνων του ΚΚΕεσ, κατά τη δίκη τους το Γενάρη του 73. αντιγράφουμε από τον τύπο της εποχής:

«Πρόεδρος: Είστε αντίθετος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας;

Δρακόπουλος: Όχι. Ο στόχος είναι η ανατροπή της διχτατορίας και η αποκατάσταση της δημοκρατίας…Εμείς θέλουμε όλο το έθνος ενωμένο. Θέλουμε να έρθει ο βασιλιάς. Να βγούμε από τη διχτατορία.

Πρόεδρος: Ποιος θα σχηματίσει την κυβέρνηση την οποία εσείς θέλετε;

Δρακόπουλος: Ακόμα κι ο βασιλιάς».

Τέλος σχολιάζοντας τις γνωστές δηλώσεις του Καραμανλή που δημοσιεύτηκαν στη Βραδυνή, διαβάζουμε σε ανακοίνωση του ΚΚΕεσ: «Σε πολλά σημεία ο Κ. Καραμανλής εξέφρασε το κοινό αίσθημα στις πρόσφατες δηλώσεις του που συνολικά αποτελούν θετική συμβολή. Τη στιγμή αυτή αναζητώντας τη δημοκρατική διέξοδο απ’ την κρίση που δημιουργεί η διχτατορία, δεν δικαιούμαστε να μείνουμε στις παλιές αντιθέσεις». (Ελεύθερη Ελλάδα, αριθ. 119).

Η άλλη πτέρυγα των «ορθόδοξων» ρεβιζιονιστών στην ουσία λέει τα ίδια, μόνο που φροντίζει να τα στολίζει με κάποια αριστερή φρασεολογία αποφεύγοντας τις απροκάλυπτες ομολογίες σαν αυτές του ΚΚΕεσ. Ας παραθέσουμε ορισμένες ενδεικτικές τοποθετήσεις τους:

«Η επικείμενη επανάσταση θα έχει υποχρεωτικά αντιιμπεριαλιστικό – δημοκρατικό χαρακτήρα με άμεσο στρατηγικό καθήκον του σημερινού αγώνα την ανατροπή της φασιστικής διχτατορίας και την εγκαθίδρυση μιας ανανεωμένης και διευρυμένης δημοκρατίας στη χώρα μας».

«Ο λαός βλέπει πως αν οι αγώνες του είναι άμαζοι και ασυντόνιστοι, αυτό οφείλεται στην άρνηση της ηγεσίας του πολιτικού κόσμου να συνεργαστεί μ’ ένα ελάχιστο αντιδιχτατορικό πρόγραμμα» (Νέος Κόσμος, 1 Γενάρη 1972).

«Η αντιδιχτατορική πάλη δεν επιτρέπεται, τουλάχιστον στις πρώτες φάσεις της, να ταυτίζεται απόλυτα με την πάλη για την πραγματοποίηση του προγραμματικού αντιιμπεριαλιστικού σταδίου της επανάστασης…Τέτοια έλλειψη εμπιστοσύνης και απελπισία δείχνει η αδιανόητη θέση για επάνοδο του βασιλιά…Φυσικά οι κομμουνιστές παρόλο που είναι πάντα υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας δεν έχουν κανένα λόγο να βάλουν αυτή τη στιγμή ζήτημα οριστικής κατάργησης της βασιλείας» (Νέος Κόσμος, τεύχος 4, Απρίλης 73).

«Είναι αναμφισβήτητο ότι η πολιτική αυτή της ενότητας από τη στιγμή που αποβλέπει σε προσωρινή συμμαχία με μια μερίδα του πολιτικού κόσμου του μεγάλου κεφάλαιου αντιπροσωπεύει ένα συμβιβασμό αλλά τέτοιο που συμφέρει σ’ όλους τους συμβαλλόμενους» (Δ. Σαρλής, Νέος Κόσμος, τεύχος 1, Γενάρης 73).

«Οι προσπάθειές μας για συνεργασία στην πάλη ενάντια στη διχτατορία πρέπει να είναι συνεχείς, επίμονες και να επεκταθούν και σε άλλα στελέχη των αστικών κομμάτων. Οι προσπάθειες αυτές πρέπει να εκφράζονται … και με ανάλογη δημιουργική κριτική για την τέτοια ή άλλη στάση τους». (Απόφαση της 17ης ολομέλειας για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα).

«Ο αντικομμουνισμός, οι αυταπάτες που σπέρνουν οι γνωστοί ηγέτες των αστικών κομμάτων σχετικά με την απομάκρυνση της χούντας από ενέργεια της Ουάσιγκτον, η άρνησή τους για συνεργασία αποτελούν βέβαια σοβαρούς λόγους που δυσκολεύουν την ανάπτυξη του αντιδιχτατορικού αγώνα … Το ΚΚΕ θεωρεί ότι άμεσα χρειάζεται η συσπείρωση όλων ανεξαιρέτως των δυνάμεων που αντιτίθενται στη διχτατορία» (Νέος Κόσμος, τεύχος 4, Απρίλης 73).

«Η ΚΕ του ΚΚΕ … καλεί όλους τους αντιπάλους της χούντας, άντρες και γυναίκες, να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους προς το στρατιωτικοφασιστικό καθεστώς με οποιοδήποτε προσιτό τρόπο και μορφή (με ψηφοδέλτιο του ΟΧΙ, με σκισμένο, με σβησμένο, με άκυρο ψηφοδέλτιο, με άδειο φάκελο ή με αποχή) …» (ανακοίνωση για το δημοψήφισμα – φάρσα του 1973). Διαλέγετε και παίρνετε…

Επομένως, και οι δύο πτέρυγες περισσότερο φανερά ή καλυμμένα προωθούν την «αντιδιχτατορική ενότητα» ορίζοντάς την με τρόπο που απέκλειε κάθε αναφορά στον αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του αγώνα. Οποιαδήποτε αναφορά στους αμερικάνους και φυσικά η κατηγορηματική καταγγελία του ρόλου τους στη γέννηση, στη στήριξη και στη διαιώνιση της φασιστικής διχτατορίας, προκαλούσε ρήγματα στην «αντιδιχτατορική ενότητα», λειτουργούσε διασπαστικά και προβοκατόρικα. Η επιμονή σ’ αυτή τη γραμμή παρά τις επαναστατικές μεταμφιέσεις της ομάδας Φλωράκη, γινόταν την ίδια στιγμή που οι μάζες εκδήλωναν ανοιχτά τα αντιαμερικάνικα, αντιφασιστικά αισθήματά τους και σιγά – σιγά ωρίμαζαν οι όροι για την ανοιχτή σύγκρουση με το φασιστικό καθεστώς. Ακόμα, πρέπει να σημειωθεί ότι και οι δύο πτέρυγες χαρακτήριζαν ύποπτη και σεχταριστική τη γραμμή της αντιφασιστικής και αντιιμπεριαλιστικής πάλης, και έχουν γράψει –αλλά και κάνει- πάρα πολλά όλο το διάστημα της διχτατορίας για την απομόνωση της γραμμής αυτής, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία όπως έδειξαν τα γεγονότα.

Η πορεία προς την εξέγερση

Το να κατασκευάσουμε ένα σχήμα σύμφωνα με το οποίο ενώ οι αντιδραστικές δυνάμεις στο σύνολό τους προετοίμαζαν μια μεταμφίεση της φασιστικής διχτατορίας παρεμβλήθηκε με αυθόρμητο τρόπο ένα κίνημα, ένα λαϊκό ξέσπασμα, σημαίνει ότι η ματιά μας παραμένει σε μια επιφανειακή θεώρηση.

Η πορεία προς την ανοιχτή πολιτική σύγκρουση με το φασιστικό καθεστώς και ο αντιφασιστικός – αντιιμπεριαλιστικός προσανατολισμός ήταν μια διαδικασία που είχε ρίζες σε «παλιότερες καταστάσεις», ήταν μια διαδικασία όχι εύκολη.

Για να συνεννοηθούμε, η επιβολή του στρατιωτικοφασιστικού καθεστώτος τον Απρίλη του 67 βρήκε εντελώς απροετοίμαστο ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά το λαϊκό κίνημα. Είναι γνωστό εξάλλου πως την ίδια μέρα του πραξικοπήματος η «Αυγή» διατύπωνε τη θέση ότι «είναι απίθανο οι αμερικάνοι να εγκαθιδρύσουν μια διχτατορία σε μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ». Το σοκ που δέχτηκε η βασική μάζα της αριστεράς ήταν μεγάλο και –δεν υπάρχει λόγος να το κρύψουμε- το πνεύμα του συμβιβασμού και της συνθηκολόγησης ήταν μια κυρίαρχη κατάσταση. Ήταν αποτέλεσμα της εκφυλιστικής διαδικασίας του «νέου πνεύματος» που είχαν διαδώσει οι ρεβιζιονιστές υπεύθυνοι, συνεπώς, τα πρώτα χρόνια της διχτατορίας η κατάσταση πνευμάτων σε μια αριστερή μάζα, που σε άλλες συνθήκες είχε δώσει τόσα πολλά, δεν ήταν καλή κι ούτε ήταν αναμενόμενο να εκδηλωθεί μια έπαρση του αγωνιστικού φρονήματός της.

Αυτά σήμαιναν ότι για μια περίοδο –που αποδείχτηκε σχετικά σύντομη- θα σημειώνονταν υπόγειες διεργασίες και κυρίως ότι μια νέα φουρνιά αγωνιστών θα έμπαινε στο στίβο του αγώνα. Όμως οι αντικειμενικές συνθήκες είχαν τροποποιηθεί και ωθούσαν προς ένα μεγαλύτερο ξεκαθάρισμα των στόχων του αγώνα. Ο αστικός πολιτικός κόσμος ήταν παροπλισμένος ή –το πολύ- κινούνταν σε πλαίσια που δεν είχαν πολύ σχέση με τις υπόγειες αναζητήσεις νέων ανθρώπων. Ο ρεβιζιονιστικός κόσμος σπαράζονταν από μια μεγάλη κρίση (διάσπαση 68, περιπέτειες κάθε πτέρυγας), και φυσικά ήταν υπόλογοι για τις ευθύνες που έφεραν για την επιτυχία του φασιστικού πραξικοπήματος και την παράδοση της αριστεράς. Η σχέση της φασιστικής χούντας με τον ιμπεριαλισμό και ειδικά με τον αμερικάνικο ήταν εμφανέστατη, όπως ήταν εύκολο να επιχειρηματολογηθεί η αναγκαιότητα συνολικής πάλης ενάντια στις αιτίες που γέννησαν το καθεστώς της 21 Απρίλη σε αντιπαράθεση με το στόχο της επαναφοράς της πολιτικής ζωής στα πλαίσια που ίσχυαν πριν το πραξικόπημα. Συσσωρεύονταν οι όροι για μια βαθιά ριζοσπαστικοποίηση πλατιών στρωμάτων και γίνονταν έντονες διεργασίες στο πιο ευαίσθητο κομμάτι, αυτό της φοιτητικής νεολαίας.

Γύρω στο 71-72 έχουν ήδη συντελεστεί εκείνες οι διεργασίες που επιτρέπουν να εκτιμήσουμε ότι υπάρχει μια έντονη αντιχουντική – αντιαμερικάνικη διάθεση που σε λίγο θα βρει τους δρόμους για να εκφραστεί ανοιχτά και να μετατραπεί σε συγκεκριμένη πράξη, διαμαρτυρία, κινητοποιήσεις, πολιτικό αγώνα, ανοιχτή συνολική σύγκρουση με το καθεστώς.

Η χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης των λαϊκών στρωμάτων, οι συνεχιζόμενες προκλήσεις των αμερικάνικων δυνάμεων στην Ελλάδα, η παροχή όλο και περισσότερων διευκολύνσεων προς τους αμερικάνους, τα πρώτα μέτρα χαλάρωσης της φασιστικής βίας, δημιουργούν ένα ευνοϊκό έδαφος για τη μετατροπή των διαθέσεων σε πράξη.

Η πρώτη (μετά από μετά από εκείνη της 3ης Νοέμβρη 1968 στην κηδεία του Παπανδρέου) ανοιχτή εκδήλωση – διαδήλωση και σύγκρουση με την αστυνομία έγινε με αφορμή την απαγόρευση της ταινίας Γούντστοκ που θα προβαλλόταν στον κινηματογράφο Παλλάς. Τότε ακούστηκαν και για πρώτη φορά τα αντιαμερικάνικα συνθήματα στους δρόμους της Αθήνας. Λίγες μέρες πριν, πάλι σε κινηματογραφικές προβολές οι θεατές ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και συνθήματα (Φράουλες και αίμα).

Από την πρώτη αυτή εκδήλωση το 1971 μέχρι το Νοέμβρη του 73 έχει διανυθεί πολλή απόσταση και έχουν σημειωθεί πολλές καταχτήσεις. Πρώτα απ’ όλα, με τις πρώτες διαδηλώσεις έχει κουρελιαστεί το δήθεν ακατανίκητο της φασιστικής τρομοκρατίας και έχει εγκαταλειφθεί η αυταπάτη για «βοήθεια απ’ έξω» με την έννοια ότι η δημοκρατική πτέρυγα των αμερικάνων θα επιβάλει μια δημοκρατική λύση.

Στο χώρο των εργαζομένων αναπτυσσόταν ένα διεκδικητικό κίνημα με κύριο αίτημα τις αυξήσεις των μισθών και των ημερομισθίων που έμεναν καθηλωμένα ενώ ο τιμάριθμος ανέβαινε στα ύψη. Το κίνημα αυτό ξεκινάει απ’ την αγανάκτηση των εργαζομένων, προχωράει στις ανοιχτές συζητήσεις και ζυμώσεις και φτάνει στη διατύπωση συγκεκριμένων απαιτήσεων και μέχρι τη στάση εργασίας και την απεργία. Οι εργαζόμενοι στους μεγαλύτερους κλάδους της οικονομίας, όπως οι εργάτες των μεταφορών, οι σιδηροδρομικοί, οι οικοδόμοι, οι τυπογράφοι, οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία τροφίμων, στη βιομηχανία χαρτιού, στην κλωστοϋφαντουργία, στη ΔΕΗ κλπ, διατυπώνουν την αξίωση των αυξήσεων των αποδοχών τους, ενώ σημειώνονται αρκετές στάσεις εργασίας και απεργίες.

Την ίδια περίοδο σημειώνονται μαζικά και απότομα ξεσπάσματα των αγροτών είτε στη βάση της υπεράσπισης της γης τους από ληστρικές απαλλοτριώσεις είτε στη βάση της υπεράσπισης της παραγωγής τους απ’ την επίθεση του μεγάλου κεφάλαιου και του κράτους. Έτσι έχουμε μαχητικές κινητοποιήσεις των αγροτών στα Μεγάλα Καλύβια, στα Σπάτα, στο Μενίδι, στο Καματερό, στα Μέγαρα, στα Μέθανα, στην Ελευσίνα, στο Παγγαίο, για την υπεράσπιση των χωραφιών τους. Άρνηση των κτηνοτρόφων να παραδώσουν το γάλα σε τιμές κάτω του κόστους, άρνηση για τον ίδιο λόγο των παραγωγών ζαχαρότευτλου να παραδώσουν την παραγωγή τους για τα κρατικά εργοστάσια ζαχάρεως.

Όμως είναι οι φοιτητικοί αγώνες που με την ανάπτυξη και την ορμή τους δίνουν μια νέα ποιότητα στις διαθέσεις και στην πάλη ολόκληρου του λαού. Τα βασικά χαρακτηριστικά των φοιτητικών αγώνων αυτή την περίοδο είναι : α) η αγωνιστικότητά τους, β) η μαζικότητά τους, γ) το πολιτικό με αντιφασιστικό – αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα περιεχόμενό τους, δ) η συμπαράσταση και υποστήριξη του λαού και ε) η συνέχεια και το ανέβασμα των εκδηλώσεων, το προχώρημα σε ανώτερες μορφές πάλης. Είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που δίνουν στους φοιτητικούς αγώνες την ιδιαίτερη σημασία τους. Οι αγώνες των φοιτητών δεν αποτελούν απλώς συνέχιση της λαϊκής αντίστασης που όλα τα χρόνια και με διάφορους άλλους τρόπους είχε εκδηλωθεί. Αποτελούν ένα ποιοτικό άλμα, βάζοντας όπως φάνηκε και στη συνέχει στη σφραγίδα τους στην πορεία ανάπτυξης και του φοιτητικού κινήματος αλλά και του γενικότερου λαϊκού κινήματος της Ελλάδας.

Έτσι την ίδια περίοδο που οι δυνάμεις της αντίδρασης σπαράσσονται από αντιθέσεις και ανταγωνισμούς και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν μια βαθιά κρίση, την ίδια περίοδο που όλος ο αστικός και ρεφορμιστικός πολιτικός κόσμος προσαρμόζεται στη φασιστική νομιμότητα και σπέρνει την ηττοπάθεια και την αδράνεια, αναπτύσσεται με έναν ορμητικό τρόπο ένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα με πρωτοπόρο το φοιτητικό τμήμα του και οδηγούμαστε γρήγορα προς την ανοιχτή μαζική συνολική σύγκρουση με το καθεστώς της ξενοκρατίας και του φασισμού. Είναι αυτή η δυναμική που σφραγίζει τις εξελίξεις και χαλάει όλο το σκηνικό της ομαλοποίησης.

Στο φοιτητικό χώρο, μέσα στις νόμιμες μαζικές οργανώσεις όπως οι τοπικοί φοιτητικοί σύλλογοι, μέσα στις σχολές με τις παράνομες ή ημινόμιμες επιτροπές αγώνα που συγκροτούνται σε όλες τις σχολές και με βάση την πείρα των ίδιων των φοιτητών από τους αγώνες τους, διεξάγεται μια έντονη πολιτικο-ιδεολογική αντιπαράθεση σχετικά με τον προσανατολισμό του κινήματος και σταδιακά κερδίζει έδαφος ο αντιφασιστικός – αντιιμπεριαλιστικός προσανατολισμός και ξεπερνιέται η συμβιβαστική ρεφορμιστική γραμμή. Ήδη στο φοιτητικό χώρο, πέρα από τις δυνάμεις της ρεβιζιονιστικής αριστεράς, δρουν σχηματισμοί και ομάδες που αναφέρονται στον αντιρεβιζιονιστικό χώρο ή στο χώρο της επαναστατικής αριστεράς. (Τέτοιες δυνάμεις ήταν η ΑΣΠΕ, η ΟΣΕ και η ΟΜΛΕ με τις αντιφασιστικές – αντιιμπεριαλιστικές επιτροπές). Στα χρόνια αυτά, 1972,73, οι δυνάμεις αυτές αποτελούν μια μειοψηφία συγκρινόμενες με εκείνες της ρεφορμιστικής αριστεράς, αλλά κατορθώνουν να διεξάγουν με επιτυχία την αντιπαράθεση με τη ρεφορμιστική γραμμή και φυσικά δίνουν τον τόνο στις περισσότερες κινητοποιήσεις του κινήματος. Ο ρόλος των ρεφορμιστών (Αντι-ΕΦΕΕ, Ρήγας Φεραίος) είναι καθαρά πυροσβεστικός και περιορίζεται στην προσπάθεια να μην πάρουν άλλες διαστάσεις οι φοιτητικές διαμαρτυρίες. Πέρα όμως από τις οργανωμένες δυνάμεις της περιόδου αυτής, δημιουργείται μια μαχητική πρωτοπορία αρκετών εκατοντάδων φοιτητών που υποστηρίζουν την αγωνιστική γραμμή και δραστηριοποιούνται προπαγανδίζοντας την κόντρα στις ρεφορμιστικές μεθοδεύσεις. Χωρίς αυτή την πολιτικά πιο προχωρημένη μερίδα του φοιτητικού κινήματος και το σταδιακό πέρασμά της στην πλευρά των αντιρεφορμιστικών δυνάμεων, δεν θα μπορούσαν να είχαν κερδηθεί μια σειρά από πολιτικές μάχες με τους ρεφορμιστές.

Πλησιάζοντας προς την εξέγερση του Πολυτεχνείου έχουμε εκδηλώσεις μιας καινούργιας κατάστασης: Η πορεία της 25ης Σεπτέμβρη στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, μόλις δηλαδή ανοίγουν οι σχολές, παίρνει αμέσως αντιιμπεριαλιστικό και αντιαμερικάνικο χαρακτήρα. Στη διαδήλωση και τις συγκρούσεις που ακολούθησαν το μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου δεν συμμετείχαν μονάχα φοιτητές αλλά παρουσιάστηκε το φαινόμενο της κοινής δράσης φοιτητών και εργαζόμενων, κάτι που λίγες μέρες μετά θα φαινόταν καθαρά στο Πολυτεχνείο. Ωρίμαζαν οι όροι για ένα παλλαϊκό ξεσήκωμα ενάντια στη χούντα και τους πάτρωνές της.

Στην πράξη, μέσα στη ζωή είχαν επιβεβαιωθεί θέσεις και εκτιμήσεις που είχαν προβάλει από τις αρχές της δεκαετίας του 60 οι δυνάμεις εκείνες που κατάγγειλαν τον ρεβιζιονιστικό εκφυλισμό και σήκωσαν την σημαία της αναγέννησης του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτή η επιβεβαίωση, καθώς και η εκτίμηση πως το αν θα πέρναγε σε ένα ανώτερο στάδιο η πάλη του λαού μας καθοριζόταν πέρα για πέρα από τον υποκειμενικό παράγοντα, παραπέμπει αναγκαστικά στο πρόβλημα της ποιότητας, της σταθερότητας, του ατσαλώματος και της ιδεολογικής προετοιμασίας. Σήμερα είναι επιβεβαιωμένο το γεγονός ότι οι ελλείψεις αλλά και πολλές εκδηλώσεις μικροαστικού πνεύματος εμπόδισαν και να βαθύνει περισσότερο το ρήγμα μα τον αστικό και ρεβιζιονιστικό κόσμο –γιατί ρήγμα υπήρξε και μάλιστα μεγάλο- αλλά και να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο η παρακαταθήκη του ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου

Βλέποντας σήμερα, μετά από 20 χρόνια, την εξέγερση δεν μπορούμε να μην τη θεωρήσουμε –πέρα από κορυφαία αντιφασιστική και αντιιμπεριαλιστική εκδήλωση- σαν αποτέλεσμα της έκβασης της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δύο γραμμές που υπήρχαν και συγκρούονταν στο λαϊκό κίνημα συνολικά και ειδικά στο πιο οργανωμένο κομμάτι του, το φοιτητικό κίνημα.

Πολλοί εφησυχάζουν διαπιστώνοντας πως η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν αυθόρμητη γιατί θεωρούν –πάλι λαθεμένα- πως το γεγονός αυτό τους απαλλάσσει από τη διερεύνηση του ιδιαίτερου χαρακτήρα της και του συγκεκριμένου προσανατολισμού της. Η εξέγερση παίρνει έτσι μια μυθολογική διάσταση έξω από χρόνο και τόπο, της αφαιρείται κάθε ιστορικότητα και ο καθένα κρατά ότι του κολλάει περισσότερο. Άλλος αναγνωρίζει μόνο την «εργατική συνέλευση» στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο, άλλος το θεωρεί προϊόν του αντιεξουσιαστικού χώρου γιατί είχε γραφτεί το σύνθημα «Κάτω το κράτος» και οι γραφειοκράτες έτρεξαν να το σβήσουν. (Κάποιοι άλλοι χρησιμοποιούν την ημερομηνία για τίτλο τους –άλλη μια μορφή καπηλείας- ξεχνώντας το ουσιαστικό, δηλαδή ότι το Πολυτεχνείο ήταν μια μαζική μαχητική σύγκρουση κι όχι ένα υποκατάστατο αμφίβολης ποιότητας και αποτελεσματικότητας). Κάπως έτσι μετά, χωρίς πολύ κόπο, οι κυρίαρχες δυνάμεις περνάνε την εικόνα της κορυφαίας αντιχουντικής εκδήλωσης που συνέβαλε στην αποκατάσταση της δημοκρατίας κλπ.

Απ’ όσα είπαμε μέχρι τώρα, προκύπτουν ορισμένα δεδομένα που όποιος διαπραγματεύεται την εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν επιτρέπεται να αγνοεί. Ποια είναι αυτά; Πρώτον, ότι οδηγούμαστε με γρήγορους ρυθμούς σε ένα νέο στάδιο των λαϊκών αγώνων σε συνθήκες βαθύτατης κρίσης και δυσκολιών των φασιστών. Δεύτερο, ότι μέσα σε όλους τους μικρούς και μεγάλους αγώνες που είχαν γίνει μέχρι τότε, ήταν έντονη η ιδεολογική αντιπαράθεση, η διαπάλη και τελικά η απομόνωση της ρεφορμιστικής γραμμής. Απορριπτόταν η γραμμή της προσαρμογής στη φασιστική νομιμότητα και της συμπληρωματικότητας προς την αστική πολιτική και υιοθετούνταν μια άλλη που η ουσία της ήταν πως δεν μπορούσε να υπάρξει πραγματική ριζική αλλαγή προς όφελος του λαού αν δεν απαλλασσόταν η χώρα από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, αν δεν γκρεμιζόταν συνολικά το καθεστώς της υποτέλειας και της ξενοκρατίας. Σύμφωνα με τη γραμμή αυτή, ο χαρακτήρας του αγώνα ήταν αντιφασιστικός – αντιιμπεριαλιστικός, δηλαδή ο στόχος ήταν το γκρέμισμα του φασιστικού καθεστώτος και το διώξιμο των ιμπεριαλιστών από την Ελλάδα. Τρίτο, είναι η πρώτη φορά που η γραμμή αυτή γίνεται γραμμή του μαζικού κινήματος και βλέπουμε την τεράστια αποτελεσματικότητά της σε αντίθεση με το τέλμα και την αποσύνθεση που καταδικάζουν το κίνημα η υιοθέτηση της αστικής και ρεφορμιστικής γραμμής. Τέταρτο, και η πρόκληση είναι υπαρκτή για όλους, η ουσιαστική παρακαταθήκη του Πολυτεχνείου σχετίζεται με τη γραμμή αυτή κι όχι το αντίστροφο που έτρεξαν να υποστηρίξουν διάφορες υπεραριστερές απόψεις, ότι τάχα αυτό ακριβώς το περιεχόμενο άφησε τα περιθώρια για την ενσωμάτωση του Πολυτεχνείου και άλλα παρόμοια.

Η λέξη εξέγερση μπορεί να πάρει διάφορα περιεχόμενα έτσι που να λέει πολλά, ίσως όμως και τίποτα μετατρεπόμενη σε ένα ακίνδυνο επίθετο κάποιου συμβάντος. Μέσα στην πείρα του κομμουνιστικού κινήματος η εξέγερση αφορούσε μια ανώτερη μορφή πάλης για την οποία προπαρασκευάζονταν οι γενικοί όροι αλλά και εμπεριείχε ένα σχεδιασμό. Στο παρελθόν, στις εξεγέρσεις είχαμε την εμφάνιση οργάνων μαζικής άμεσης πάλης, την οργάνωση και παρουσία άμεσα μαχητικών δυνάμεων, κι αυτά ήταν στοιχεία που πρόκυπταν από την τεράστια αυτενέργεια των μαζών σε τέτοιες συνθήκες αλλά και από το επίπεδο οργάνωσης, συγκρότησης και ωρίμανσης του υποκειμενικού παράγοντα. Σε πολλές περιπτώσεις μέσα στην εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος υπήρχε μέχρι και ο χρονικός προσδιορισμός της εξέγερσης καθώς και η κατάστρωση κάποιου σχεδίου για την αποτελεσματικότητά της. Αυτό εκφραζόταν με τον όρο «οργάνωση της εξέγερσης με την πιο στενή σημασία της λέξης».

Έτσι, ένας καθοριστικός παράγοντας για τον προσδιορισμό της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι η γενική εκτίμηση του επίπεδου οργάνωσης και συγκρότησης του επαναστατικού κινήματος την περίοδο εκείνη, ο βαθμός προετοιμασίας για την εξέγερση. Θέλουμε να πούμε πως η ίδια η δυναμική των πραγμάτων ωθούσε με γρήγορο και ίσως ασυγκράτητο ρυθμό σε μια μετωπική σύγκρουση, σε ένα ξέσπασμα των αγωνιστικών διαθέσεων του λαού και άρα θα είχαμε μια αναπόφευκτη έκρηξη, σε συνθήκες όμως που ο βαθμός οργάνωσης και προετοιμασίας του υποκειμενικού παράγοντα με την πιο γενική έννοια ήταν πολύ μικρός. Αυτή η διαπίστωση δεν μειώνει σε τίποτα τη σημασία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, της προσδίδει όμως τις πραγματικές της διαστάσεις και παράλληλα θέλει να είναι αυστηρή όσον αφορά τα ειδικά χαρακτηριστικά της εξέγερσης σαν καθορισμένη στιγμή της ταξικής πάλης. Από την άλλη, το επίπεδο ανάπτυξης του υποκειμενικού παράγοντα δεν είναι το καθοριστικό στο να προσδιοριστεί μια στάση απέναντι στα αναπόφευκτα ξεσπάσματα, εκρήξεις και εξεγέρσεις με την πλατιά έννοια του όρου. Αυτό σημαίνει πως όταν εκτιμιέται πως ωριμάζουν οι όροι για ένα ξέσπασμα, όταν αντικειμενικά η κατάσταση σπρώχνει και σπρώχνεται προς μια δυναμική αναμέτρηση, όπως γινόταν τις μέρες του φθινοπώρου του 73, το καθήκον των επαναστατικών δυνάμεων δεν είναι αν μεμψιμοιρούν για το επίπεδο ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος αλλά να στρωθούν στη δουλειά ώστε να εκφραστεί η συσσωρευμένη αγανάκτηση των μαζών πιο δυνατά και πιο αποφασιστικά, να βαθύνει το ρήγμα με τις δυνάμεις της αντίδρασης, να απομονωθούν οι ψεύτικοι φίλοι και συνολικά να βρεθεί το επαναστατικό κίνημα σε καλύτερες θέσεις. Πολλές φορές η ισχυροποίηση του επαναστατικού κινήματος γίνεται μέσα και από την καταστολή των διαφόρων εξεγέρσεων. Ο Λένιν τέλειωνε πολλά άρθρα του στην ταραγμένη περίοδο του 1905 ως εξής: «Το ξέσπασμα της εξέγερσης πνίγηκε ακόμα μια φορά. Ακόμα μια φορά: ζήτω η εξέγερση!»

Το κριτήριο της αποτελεσματικότητας του κομμουνιστικού κινήματος δεν είναι ο «ρεαλισμός» και ο πραγματισμός. Ο «απολογισμός» της κάθε προσπάθειας, κάθε αγώνα, εξέγερσης και επανάστασης ακόμα, δεν γίνεται με το αν «πέτυχε», αν σταθεροποιήθηκε κλπ. πρώτο επίπεδο επιτυχίας είναι η καταγραφή της αναγκαιότητας και της δυνατότητας τέτοιων πρωτοβουλιών από τις μάζες. Δεύτερο, η εξαγωγή συμπερασμάτων γύρω από τα λάθη, τις αδυναμίες, τις ελλείψεις που θα καταστήσουν το «επόμενο βήμα» πιο αποτελεσματικό, πιο πλούσιο. Τρίτο, η εμπειρία των μαζών και τα μεγάλα γεγονότα, αυτά που σφραγίζουν τη συνείδηση και την ιστορική μνήμη, έχουν έναν ενεργητικό χαρακτήρα στο ξετύλιγμα της ταξικής πάλης. Τέταρτο, χωρίς τέτοιες απόπειρες, που δεν έχουν τίποτα κοινό με τον πραξηκοπιματισμό και τον τυχοδιωκτισμό, δεν είναι δυνατή η διαπαιδαγώγηση και η σφυρηλάτηση δυνάμεων ικανών να νικήσουν.

Γιατί όμως χαρακτηρίζουμε εξέγερση τα γεγονότα του Πολυτεχνείου; Γιατί δεν ήταν απλά μια εκδήλωση του φοιτητικού κινήματος, αλλά ξεπέρασε αυτά τα πλαίσια πολύ γρήγορα, είχε ένα συγκεκριμένο πολιτικό και μαχητικό χαρακτήρα, κάλεσε το λαό να ξεσηκωθεί και να αγωνιστεί ενάντια στην τυραννία, εκδηλώθηκε σε μεγάλο βαθμό η ανταπόκριση και η συμμετοχή πλατιών μαζών στις κινητοποιήσεις, οργανώθηκαν μαχητικές εκδηλώσεις σε διάφορους χώρους του κέντρου και των γειτονιών, ξεσηκώθηκαν και σε άλλες περιοχές κινήματα συμπαράστασης, έγινε αναγκαία για την καταστολή της η προσφυγή στα τανκς, στην άμεση ανοιχτή αντεπαναστατική βία μέσω του πιο οργανωμένου εργαλείου αυτής της βίας, του στρατού. Μέσα στην εξέγερση αυτή δημιουργήθηκαν όργανα άμεσης μαζικής πάλης όπως η Συντονιστική Επιτροπή κατάληψης του Πολυτεχνείου, οι γενικές συνελεύσεις των εγκλεισμένων μέσα στο Πολυτεχνείο, διάφορες επιτροπές κλπ.

Όσο είναι μύθος η εικόνα που θέλει όλος ο αθηναϊκός λαός να βρίσκεται μέσα ή γύρω από το Πολυτεχνείο, άλλο τόσο είναι ψεύτικη η εικόνα που θέλει να βλέπει το Πολυτεχνείο σαν μια φοιτητική εκδήλωση. Είναι χαρακτηριστικά δύο γεγονότα που δείχνουν άλλα πράγματα: Στις συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας όλη τη μέρα της Παρασκευής δεν είναι η φοιτητική μάζα που πρωταγωνιστεί αλλά κυρίως οι εργαζόμενοι. Στις συλλήψεις που έγιναν μετά την καταστολή περίπου το 50% των συλληφθέντων ήταν εργαζόμενοι. Αυτά αποδεικνύουν ότι γύρω από το Πολυτεχνείο συσπειρώθηκε μια μαχητική πρωτοπορία μερικών χιλιάδων αγωνιστών, που η κοινωνική τους σύνθεση ήταν νεολαίοι και εργαζόμενοι, οι οποίοι και σήκωσαν το βάρος της αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις της καταστολής. Αυτό το δυναμικό και αυτή η παρουσία αποσιωπήθηκε και στη συνέχεια ξεχάστηκε από τις δυνάμεις που αναφέρονται πολύ στο Πολυτεχνείο. Αυτό το δυναμικό που έμπρακτα πιστοποιούσε το βάθος του ρήγματος με την αστική και ρεβιζιονιστική γραμμή, ξανάδωσε την παρουσία του μετά ένα χρόνο στην πορεία που έγινε για τον γιορτασμό της πρώτης επετείου του Πολυτεχνείου στις 15/11/74, κόντρα σ’ ολόκληρο τον αστικό και ρεβιζιονιστικό κόσμο που συμμορφώθηκαν με την καραμανλική υπόδειξη για εκλογές στις 17/11/74. τότε στην πορεία που έγινε στις 15/11 συμμετείχαν πάνω από 50.000 άτομα, και ένα μεγάλο τμήμα της αποτελούνταν απ’ αυτή τη μαχητική πρωτοπορία που τις μέρες της εξέγερσης είχε παίξει έναν σημαντικότατο ρόλο. Οι προβληματισμοί όμως και οι «στοχοθεσίες» των οργανώσεων της εποχής ήταν διαφορετικές…

Τις πρώτες μέρες του Νοέμβρη και αμέσως μετά τη διαδήλωση στο μνημόσυνο του Παπανδρέου, επικρατεί αναβρασμός μέσα στους φοιτητικούς χώρους και είναι φανερό ότι θα εκδηλώνονταν αγώνες. Η αφορμή για τις κινητοποιήσεις σχετίζονταν με ένα πρόβλημα φοιτητικό, τις εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους. Πρόκειται για αφορμή στη συγκεκριμένη περίπτωση –ενώ το θέμα αυτό είχε απασχολήσει σοβαρά το φ.κ. την προηγούμενη περίοδο και είχαν εκφραστεί και συγκρουστεί οι δύο κατευθύνσεις και στο ζήτημα αυτό- ακριβώς γιατί γρήγορα παραμερίστηκε και τέθηκαν τα συνολικότερα ζητήματα και αιτήματα της κατάληψης του Πολυτεχνείου. Αν και η κατάληψη ξεκίνησε σαν μια εκδήλωση διαμαρτυρίας των φοιτητών του Πολυτεχνείου για το πρόβλημα των εκλογών, γρήγορα, από την πρώτη μέρα, από τις πρώτες ώρες, η παραμονή και η κατάληψη στο Πολυτεχνείο έπαιρναν το χαρακτήρα της καταγγελίας συνολικά του καθεστώτος της διχτατορίας και του ιμπεριαλισμού.

Έτσι ένα πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίστηκε ήταν το αν πρόκειται για εκδήλωση που θα περιοριζόταν στα φοιτητικά γενικά ζητήματα ή θα έπαιρνε το χαρακτήρα του γενικότερου πολιτικού γεγονότος. Οι αιτιάσεις περί αυθόρμητου χαρακτήρα λησμονούν πως έγιναν μια σειρά από αντιπαραθέσεις σχετικά με διάφορα ζητήματα που από την έκβαση αυτών των αντιπαραθέσεων πρώτα είχαμε το γεγονός της παραμονής την Τετάρτη 14/11/73 μέσα στο Πολυτεχνείο κι άρα το ξεκίνημα της κατάληψης, μετά είχαμε την αντιπαράθεση για το αν ο αγώνας θα αφορούσε μια φοιτητική κινητοποίηση ή κάτι γενικότερο, στη συνέχεια όταν πλέον είχε κερδηθεί και αυτή η μάχη έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι συντονισμένες προσπάθειες να περιοριστεί το Πολυτεχνείο στη γραμμή της «αντιδιχτατορικής ενότητας», της «οικουμενικής κυβέρνησης όλων των αντιδιχτατορικών δυνάμεων» και τελικά, η πετυχημένη έκβαση και αυτής της αντιπαράθεσης θα προσδώσει τον αντιφασιστικό – αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα στην εξέγερση. Την Τετάρτη 14/11/73 ξεκινάει μια φοιτητική διαμαρτυρία που όμως γρήγορα μετεξελίσσεται σε μια εξέγερση στις 16/11/73. Χωρίς την αντιπαράθεση των δύο γραμμών και την αποτελεσματική αντιμετώπιση όλων των προσπαθειών να περιοριστεί η κινητοποίηση είναι ζήτημα αν θα υπήρχε το γεγονός της εξέγερσης. Αυτό το γνωρίζουν όλοι όσοι έπαιξαν ένα δραστήριο ρόλο στα γεγονότα είτε υποστηρίζοντας τη μία κατεύθυνση είτε την άλλη. Ο υπερτονισμός του αυθόρμητου χαρακτήρα των εκδηλώσεων των ημερών εκείνων, διευκόλυνε και διευκολύνει όσους θέλουν εκ των υστέρων να εμφανίζονται σαν οι βασικοί συντελεστές της εξέγερσης ενώ ήταν γνωστή η στάση τους μέσα στα γεγονότα. Έτσι μπορούν να αποφεύγουν και τις όποιες ευθύνες μπορούσαν να τους ζητήσουν οι πλέον πολιτικοποιημένοι αγωνιστές. Είναι τελείως διαφορετικό ζήτημα το αν η εξέλιξη των γεγονότων ξεπέρασε κατά πολύ τις δυνατότητες και το επίπεδο προετοιμασίας των δυνάμεων που κατευθύνονταν στη γραμμή της συνολικής αντιπαράθεσης –και γι’ αυτό μιλήσαμε πιο πάνω- και είναι τελείως διαφορετικό να χαιρετίζεις εκ των υστέρων τη βασικά αυθόρμητη εξέγερση του Πολυτεχνείου, αφού προηγουμένως έκανες ότι μπορούσες για να μη γίνει και στη συνέχεια την κατάγγειλες σαν έργο πρακτόρων και προβοκατόρων, και να δέχεσαι χωρίς ντροπή να ποζάρεις σαν γνήσιος εκφραστής του μηνύματος και του πνεύματος του Πολυτεχνείου. Και δυστυχώς αυτή ήταν η στάση του ελληνικού ρεβιζιονισμού και ειδικά της «σκληρής» του πτέρυγας.

Η χρονική απόσταση από τότε και η ουσιαστική σιωπή πολλών απ’ όσους γνωρίζουν καλά το τι έγινε τότε, μας υποχρεώνει να γίνουμε κάπως αναλυτικοί στην τεκμηρίωση των ισχυρισμών μας αυτών. Θα χρησιμοποιήσουμε μάλιστα ορισμένες πηγές που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, και ειδικά τοποθετήσεις που προέρχονται από τον ίδιο το χώρο του ΚΚΕ. Συμπληρωματικά μονάχα θα αναφερθούμε και σε άλλες πηγές απ’ το χώρο που τότε προώθησε την κατάληψη του Πολυτεχνείου.

Σχετικά με το αν ήθελαν ή όχι την κατάληψη του Πολυτεχνείου, σε ένα ντοκουμέντο με τίτλο «Έκθεση και συμπεράσματα για τα Γεγονότα του Νοέμβρη 1973» που εγκρίθηκε στην 4η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ του Ιούλη του 1976 και δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ 11/1976, αναφέρονται τα εξής: «Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ανοργάνωτα, συζητιέται πλατιά τι θα γίνει παραπέρα και από πολλούς –κυρίως οργανωμένους και περισσότερο ανοργάνωτους αριστεριστές- προβάλλεται η προοπτική της κατάληψης όχι στη βάση κάποιου σχεδίου αλλά αυτοσχεδιασμών…Οι αριστεριστές… είχαν ταχθεί υπέρ της κατάληψης, χωρίς όμως να προτείνουν τι προοπτική θα είχε αυτή η ενέργεια, σε τι θα αποσκοπούσε. Ήταν φανερό πως ούτε η πρότασή τους αυτή ξεκινούσε από κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Η Α-ΕΦΦΕΕ σαν παράταξη ταλαντεύεται και δεν παίρνει θέση ανοιχτά με κανέναν συνδικαλιστή της (σελ. 97). Πιο κάτω, στη σελίδα 112, γίνεται αναφορά σ’ ένα διαχρονικό όσον αφορά την αξία του συμπέρασμα: «… είναι μάλλον βέβαιο ότι αν η ΚΝΕ ήταν σωστά προετοιμασμένη και τα στελέχη της δούλευαν έγκαιρα, σωστά και επί τόπου μέσα στο φοιτητικό κίνημα μ’ αυτή την κατεύθυνση, θα ήταν δυνατόν ή να μην επιλεγεί καθόλου η μορφή της κατάληψης, ή αν και προσωρινά πραγματοποιούνταν, να στρέφονταν γρήγορα προς άλλες κατευθύνσεις».

Σε ένα χειρόγραφο κείμενο που απευθυνόταν στην καθοδήγηση του ΚΚΕ με γενικό τίτλο «γεγονότα και εκτιμήσεις για το Πολυτεχνείο» (Νοέμβρης 1974), ο Γιάννης Γρηγορόπουλος, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του Πολυτεχνείου, γράφει για το ίδιο θέμα: «Ερμηνεύοντας αυτή τη διστακτική μας στάση απέναντι στην κατάληψη αλλά και στην εξέλιξή της σε αντιφασιστική – αντιιμπεριαλιστική εκδήλωση, μπορούμε να διαπιστώσουμε ένα φόβο μπροστά στις ταχύρυθμες εξελίξεις που θα ξέφευγαν –πιθανώς- από τον έλεγχό μας και παραπέρα έναν περίεργο «ρεαλισμό» στην ταχτική μας, που φανέρωνε ότι δε βλέπαμε καθόλου στη μελλοντική μας προοπτική την ανατροπή της διχτατορίας μέσα από μορφές πάλης δυναμικής αναμέτρησης του λαού είτε αγωνιστικής του αντιπαράθεσης με ανώτερες μορφές πάλης ενάντια στη διχτατορία. Εδώ μπαίνει φυσικά το ερώτημα: πως αλλιώς βλέπαμε να εξελίσσονται τα πράγματα έτσι ώστε η ανατροπή της διχτατορίας να μην προέλθει σα συμβιβασμός χούντας και αμερικάνων από τη μία και των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων από την άλλη και με διάδοχη λύση μια κοινοβουλευτική δημοκρατία υπηρέτη των μονοπωλίων –πάλι- αλλά η αλλαγή στη χώρα μας να συνδυαστεί με μια λύση υπέρ των προοδευτικών δυνάμεων και σ’ όφελος του λαού μας».

Από άλλες μαρτυρίες, αλλά και από την προηγούμενη (και επόμενη) πραχτική τους, γνωρίζουμε πως την Τετάρτη μέχρι αργά το απόγευμα έκαναν ότι μπορούσαν για να μην πραγματοποιηθεί η κατάληψη. Εκμεταλλευόμενοι την απόφαση των Μηχανολόγων να αποχωρήσουν και διαδίδοντας φήμες για επικείμενη επίθεση της αστυνομίας, προσπάθησαν να πείσουν τον κόσμο να αποχωρήσει. Οι ίδιοι για ένα διάστημα αποχώρησαν (πήγαν στο Σύλλογο Στερεοελλαδιτών για να επιστρέψουν όταν είδαν ότι η κατάληψη είναι γεγονός).

Από τη στιγμή που αποφασίζεται η κατάληψη, αρχίζει μια επιχείρηση με τρία επίπεδα: α) ελέγχου της κατάληψης και όλων των καίριων θέσεων, β) υποβάθμισης του πολιτικού της περιεχομένου με απόπειρες να δοθεί ένας περιορισμένος χαρακτήρας γύρω από φοιτητικά αιτήματα και γ) αναζητούνται παράλληλα τρόποι «απαγκίστρωσης» από το Πολυτεχνείο.

Η δημιουργία της Συντονιστικής Επιτροπής ήταν μια πρώτη κίνηση που προωθήθηκε από δυνάμεις που είχαν έναν αγωνιστικό προσανατολισμό και ήθελαν να αποφύγουν το «καπέλωμα» από τις ρεφορμιστικές δυνάμεις και ει δυνατόν να αποφεύγονταν τα αρνητικά στον τομέα αυτόν που είχαν παρουσιαστεί στις καταλήψεις της Νομικής λίγους μήνες πριν. Έτσι συγκροτήθηκε η προσωρινή Σ.Ε. την Τετάρτη που η θητεία της έληξε την Πέμπτη όταν είχε φουντώσει για καλά η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο γραμμές, και τότε εκλέχτηκε μέσα από γενικές συνελεύσεις η Σ.Ε. κατάληψης του πολυτεχνείου. Βέβαια συνέβησαν πολλές καταστρατηγήσεις των αποφάσεων της Σ.Ε. και διάφορες πραξικοπηματικές ενέργειες από μεριάς των ρεφορμιστών όπου τους δινόταν η δυνατότητα.

Διαβάζουμε σχετικά στο κείμενο του Γιάννη Γρηγορόπουλου: Δυσκολία επίσης στην ομαλή λειτουργία της πρώτης Σ.Ε. δημιουργήθηκαν και από την όξυνση της ιδεολογικής πάλης, κύρια με τους αριστεριστές, μέσα σ’ αυτήν. Η έντονη διαφοροποίηση στην τακτική των διάφορων οργανώσεων, από το καλοκαίρι του 73, είχε δημιουργήσει ένα κλίμα έντασης στις σχέσεις τους, που δεν ευνοούσε μια κοινή αντιμετώπιση της κατάστασης και μια μόνιμη συνεργασία για την καθοδήγηση της εξέγερσης. Η έλλειψη ενός οργάνου συνεργασίας σε επίπεδο οργανώσεων ήταν φανερή. Η αδυναμία αυτή σημάδεψε όλη την κατάληψη της κατάληψης και δημιούργησε σοβαρότατες δυσκολίες στη γρήγορη και υπεύθυνη αντιμετώπιση της κατάστασης. Σ’ αυτό υπάρχουν και δικές μας ευθύνες αλλά κύρια ευθύνονται οι άλλες οργανώσεις (αριστερίστικες και ο ΡΦ) που μας αντιμετώπιζαν με καχυποψία ρίχνοντάς μας τι «ρετσινιά» ότι προσπαθούμε να «φορέσουμε καπέλο» στις συνεργασίες μας. Ορισμένα δικά μας λάθη στο φ.κ. τροφοδότησαν αυτό το μύθο, που έβλαψε το φ.κ. μέχρι και μετά την αλλαγή του Ιούλη και δεν βοηθούσε καθόλου στη συσπείρωση των αντιδιχτατορικών δυνάμεων και την ενιαία δράση τους.

Το απόγευμα της Πέμπτης στο γραφείο συνεδριάσεων της Σ.Ε. ο Λαζαρίδης (που τότε υπήρχε η εντύπωση ότι ήταν στην Α-ΕΦΕΕ) προσπάθησε να περάσει σα θέση της Σ.Ε. τη γραμμή για «οικουμενική κυβέρνηση» με τον Καραγκουλέ και την Καρυστιάνη να δείχνουν ότι συμφωνούν. Την ίδια γραμμή είχανε προσπαθήσει να περάσουν και ο Παπαβασιλόπουλος με τον Τσεμπελή στον πομπό λίγο νωρίτερα χωρίς επιτυχία. Παρόλο που παρουσιάστηκε σαν κοινή γραμμή Α-ΕΦΦΕ και ΡΦ δεν πέρασε τελικά γιατί οι υπόλοιποι συνδικαλιστές μέλη της Α-ΕΦΕΕ δεν δέχτηκαν να την προβάλουν θεωρώντας την προσπάθεια αυτή για τη μεταφορά γενικών συνθημάτων προπαγάνδας και ζύμωσης σα λανθασμένη αντιμετώπιση της συγκεκριμένης κατάστασης… Το γεγονός αυτό δημιούργησε μια πρώτη διάσταση στη Σ.Ε. που έδωσε όπλα στους αριστεριστές να μας επιτεθούν παντού και να μειώσουν το κύρος της. Επίσης άφησε άσχημες εντυπώσεις σε όλους μας και δημιούργησε αμφιβολίες για το κατά πόσο η καθοδήγηση της οργάνωσης είχε αντιληφθεί σωστά τις ανάγκες της συγκεκριμένης στιγμής και το κατά πόσο μπορούσε να χαράξει μια σωστή προοπτική της εξέγερσης. Το βράδυ της Πέμπτης είχε γίνει προσπάθεια να πολυγραφηθεί ένα κείμενο από ένα χαρτί που μου είχε δώσει ο Καραγκουλές με έναν κατάλογο των φοιτητικών αιτημάτων που προβάλαμε στις ΓΣ των σχολών. Έχω την εντύπωση ότι τα αιτήματα δεν συνδέονταν με τις πολιτικές μας απόψεις για ανατροπή της διχτατορίας. Πάντως σε αυτό το κείμενο είχαν αντιδράσει συνδικαλιστές και μάλιστα η ΑΑΣΠΕ άρχισε να καταγγέλλει ότι το έχει γράψει η Α-ΕΦΕΕ. Για ένα διάστημα λέγονταν από τα μεγάφωνα αλλά υπήρξε έντονη αντίδραση απ’ τον κόσμο και αποσύρθηκε αμέσως. Φυσικά το γεγονός αυτό επέτεινε τη σύγχυση για το ποια είναι τέλος πάντων η γραμμή μας και οδήγησε σε κάποια αδράνεια και παθητική αντιμετώπιση της κατάστασης από πολλούς συνδικαλιστές μας.

Η σύγχυση έγινε μεγαλύτερη την Παρασκευή τα ξημερώματα όταν παρατηρήσαμε να έχουν πέσει στο Πολυτεχνείο πολλές προκηρύξεις της Α-ΕΦΕΕ που αναφέρονταν στις φοιτητικές εκλογές με συνθήματα όπως «ελεύθερες εκλογές», «κάτω η ΕΚΟΦ». Αυτές προφανώς ρίχτηκαν στα πλαίσια της γραμμής αυτής, παρ’ όλο που είχαν ετοιμαστεί για συνθήκες τελείως διαφορετικές» (σελ 13-14). «Η αδυναμία της πρώτης Σ.Ε. να δώσει μια προοπτική συγκεκριμένη στον αγώνα καθώς και η σύγχυση και η απογοήτευση που υπήρχε σ’ όλους μας μετά το παλαντζάρισμα μεταξύ «καθαρών φοιτητικών αιτημάτων» και «οικουμενικής κυβέρνησης», που οξύνθηκε με το σύνθημα της «γενικής απεργίας», έκαναν ώστε να συζητηθεί και να περάσει ντε φάκτο η πρόταση για εκλογή νέας Σ.Ε. από τις ΓΣ των σχολών μέσα στο Πολυτεχνείο…Έτσι μπήκαμε απρόοπτα σε μια διαδικασία που δεν βοηθούσε και πολύ να ξεπεραστούν τα ουσιαστικά προβλήματα που ήτανε δεμένα με την κατάληψη. Ο ΡΦ στους Πολιτικούς Μηχανικούς και στη Νομική κατέβασε τη γραμμή για «οικουμενική κυβέρνηση με τη συμμετοχή και της αριστεράς». Οι αριστεριστές έκαναν πολεμική γενικά και αόριστα, στις συνελεύσεις που είχαν κάποια δύναμη, ενάντια σε λύσεις με τη συνεργασία αστών πολιτικών και αμφισβητούσαν το αστικό κράτος, πελαγωμένοι και ανίκανοι να δουν την ανάγκη συσπείρωσης του λαού γύρω από συγκεκριμένους άμεσους στόχους για την ανατροπή της διχτατορίας. Εμείς αιφνιδιαστήκαμε. Σε πολλές σχολές δεν κατεβάσαμε καμία θέση ή λείπαμε τελείως γιατί έπρεπε να καλυφθούν οι ανάγκες για έλεγχο του χώρου, οπότε δεν πήγαμε καθόλου στις ΓΣ. Δεν είδαμε σωστά τη σπουδαιότητα που είχε το να ελέγξουμε και τη νέα Σ.Ε. Στη Φυσικομαθηματική υποστηρίχτηκε η άποψη για τονισμό των φοιτητικών αιτημάτων χωρίς να βρει απήχηση. Αντίθετα μας απομόνωσε. Σ’ ορισμένες σχολές που ελέγχαμε (Τοπογράφοι, Χημικοί) δεν συγκαλέσαμε καθόλου ΓΣ. Στη Νομική αφήσαμε το ΡΦ ν’ αναλάβει πρωτοβουλία και σιωπηλά ταχτήκαμε με το μέρος του στη μάχη με την ΑΣΠΕ».

Την Παρασκευή το μεσημέρι γίνεται μια θυελλώδης συνεδρίαση της Σ.Ε. στην οποία συζητιέται η έγκριση ενός κειμένου – διακήρυξης που είναι και η πολιτική πλατφόρμα όλης της κατάληψης του πολυτεχνείου. Η αντιπαράθεση έγινε για την τελευταία παράγραφο του κειμένου η οποία κατέληγε στη γραμμή της «αντιδιχτατορικής ενότητας». Ο μεν Σ. Λυγερός στο βιβλίο του «Φοιτητικό κίνημα και ταξική πάλη στην Ελλάδα» παραθέτει ως εξής την τελευταία παράγραφο: «Καλούμε όλα τα αντιδιχτατορικά κόμματα και οργανώσεις, να συμφωνήσουν σ’ ένα κοινό πρόγραμμα που θα αποκαθιστά την λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία». Ο δε Γ. Γρηγορόπουλος στο κείμενό του αποδίδει ως εξής την επίμαχη παράγραφο: «Πιστεύοντας ότι αυτή τη στιγμή του αγώνα εκφράζουμε την θέληση όλου του Ελληνικού Λαού για ενότητα, καλούμε όλες τις αντιδιχτατορικές – αντιστασιακές δυνάμεις και όλα τα δημοκρατικά και αντιδιχτατορικά κόμματα ν’ αγωνιστούν μαζί μας. Να κάνουν κοινό πρόγραμμα, βασισμένο οπωσδήποτε στις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας, με βασικό στόχο την ανατροπή της διχτατορίας». Η παράγραφος αυτή μετά από έντονη αντιπαράθεση δεν περιλήφθηκε στο κείμενο που διαβάστηκε στους δημοσιογράφους κι έτσι δεν υπάρχει στην διακήρυξη της Σ.Ε. Όμως από τον ραδιοσταθμό με συμφωνία της Α-ΕΦΕΕ και του ΡΦ διαβάστηκε και η τελευταία παράγραφος. Στο ντοκουμέντο της ΚΕ του ΚΚΕ που προαναφέραμε αναφέρονται σχετικά: «Στην πρώτη συνεδρίαση της Σ.Ε. το μεσημέρι της Παρασκευής μετά από θυελλώδεις συζητήσεις και διαπληκτισμούς, η Σ.Ε. καταλήγει στην πασίγνωστη πια ανακοίνωση που καθόρισε τον χαρακτήρα της εκδήλωσης σαν αντιφασιστικής – αντιιμπεριαλιστικής εκδήλωσης. Υπήρξε ιδιαίτερα σοβαρή διάσταση για την τελευταία παράγραφό της, κυρίως από αντίθεση των αριστεριστών. Αντιπροσωπεία της Γραμματείας διάβασε το κείμενο στους δημοσιογράφους, χωρίς την παράγραφο αυτή … «Τελικά όμως στον πομπό, ύστερα από συμφωνία μελών της Α-ΕΦΕΕ και του Ρήγα, το κείμενο διαβάστηκε μαζί μ’ αυτή την παράγραφο».

Σχετικά με τις προσπάθειες να τερματιστεί η κατάληψη με μία, τηρουμένων των αναλογιών, αποχώρηση στυλ Νομικής λίγους μήνες πριν (στους φοβισμένους θα λέμε ότι θα φύγουμε γιατί ετοιμάζονται να μας επιτεθούν, στους αποφασισμένους θα πούμε ότι βγαίνουμε για να ενωθούμε με τις χιλιάδες κόσμου που υπάρχει απ’ έξω κι έτσι να κλιμακώσουμε με πορείες τον αγώνα) έχουν γραφτεί τα παρακάτω:

Στην έκθεση της ΚΕ του ΚΚΕ: «Στη σκέψη τους (δηλαδή των καθοδηγήσεων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ) ήταν κυρίως να πάρουν μέτρα για την άμεση απαγκίστρωση των φοιτητών από το Πολυτεχνείο και για εξέλιξη της εκδήλωσης σε αντιδιχτατορικές διαδηλώσεις προς μια ή περισσότερες κατευθύνσεις» (σελ. 98). «Το μεσημέρι της Παρασκευής λίγα λεπτά πριν από την συνεδρίαση της Σ.Ε., ο τότε γραμματέας της ΚΝΕ του Πολυτεχνείου συναντά μέλος της Σ.Ε. και του ανακοινώνει ότι λίγο πριν η καθοδήγηση του έβαλε ζήτημα για το πώς θα κατορθώσουν να φύγουν από το Πολυτεχνείο. Ωστόσο η γραμμή αυτή για απαγκίστρωση από το Πολυτεχνείο, χάθηκε μέσα στις ανάλογες θέσεις που άρχισαν να διαμορφώνονται κείνες τις ώρες. Δεν έφτασε στα μέλη της Σ.Ε.».

Ο Σ. Λυγερός στο βιβλίο του αναφέρει (σελ. 67-68): «Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε σε συνέλευση της Νομικής (απολογισμού του 1975) και επιβεβαιώθηκε από το ηγετικό στέλεχος της ΚΝΕ Αλαβάνο, την Πέμπτη το βράδυ στο Πολυτεχνείο πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στελεχών με πρωτοβουλία των Αλαβάνου – Παριανού που δήλωσαν ότι εκπροσωπούν επίσημα το ΚΚΕ / ΚΝΕ, και συζητήθηκε το ζήτημα της διάλυσης της κατάληψης. Στη σύσκεψη αυτή πήραν επίσης μέρος οι Ματζουράνης, Τσαφαράκης, Λαλιώτης, Μαυρογένης, Μιχαλόπουλος και Τσούρας. Η σύσκεψη αυτή που έγινε γνωστή και στο ΕΑΤ / ΕΣΑ από ομολογίες ορισμένων από τους παραπάνω (ήταν κρατούμενοι) συμφώνησε στην ανάγκη της αποχώρησης (εκτός Μαυρογένη) και προχώρησε στον τρόπο που θα την πραγματοποιούσε».

Το γιατί δεν πέτυχαν οι απόπειρες απαγκίστρωσης είναι προφανές. Η βασική μάζα του κόσμου που συμμετείχε είχε τελείως διαφορετικές διαθέσεις και άλλη πραχτική στάση. Αυτό το ομολογεί και η έκθεση κλπ του ΚΚΕ (σελ. 107): «Υπήρξε η σκέψη μιας μαζικής εξόδου για διαδήλωση αλλά δεν έγινε δυνατό να πραγματοποιηθεί. Και όπως λέχθηκε και προηγούμενα στα ίδια τα μέλη της Σ.Ε. υπήρξε δισταγμός να προτείνουν αποχώρηση, αν και είχαν αρχίσει να κατανοούν την αναγκαιότητά της».

Αναφερθήκαμε όμως και σε ένα άλλο κατόρθωμα των ρεβιζιονιστών, το να χαρακτηρίσουν την εξέγερση του Πολυτεχνείου σαν έργο πρακτόρων και προβοκατόρων για να εκτροχιαστεί η πορεία προς τη φιλελευθεροποίηση και να προχωρήσουμε στη λύση Ιωαννίδη μια βδομάδα μετά.

Η μεν πολυκεντρική πτέρυγα του ελληνικού ρεβιζιονισμού, το ΚΚΕεσ, από την πρώτη στιγμή δήλωσε πως το Πολυτεχνείο ήταν έργο προβοκατόρων. Στις δηλώσεις του, το βράδυ της Τετάρτης, ο γραμματέας του ΚΚΕεσ, Μπ. Δρακόπουλος, είναι σαφής: «Η εξέλιξη στον τόπο μας έχει περιέλθει σε λεπτό σημείο. Παράλληλα στο ευρύτατο δημοκρατικό ενωτικό κίνημα που αξιώνει την είσοδο στη δημοκρατική ομαλότητα, σκοτεινές δυνάμεις εργάζονται για να φράξουν το δρόμο προς την κατεύθυνση αυτή και οργανώνουν προκλήσεις για να δικαιολογήσουν την επιβολή στρατοκρατικών μέτρων».

Η δε «σκληρή» πτέρυγα υποστηρίζει το ίδιο αλλά με τη γνωστή μεθοδολογία της. Λίγους μήνες μετά και σε συνθήκες βαθιάς τρομοκρατίας και παρανομίας των περισσότερων μελών της Σ.Ε. δημοσιεύει στο όργανο της Α-ΕΦΕΕ, Πανσπουδαστική Νο 8, μια ανακοίνωση δήθεν της Σ.Ε. (ο Γ. Γρηγορόπουλος λέει γι’ αυτήν: «Η ανακοίνωση αυτή ουσιαστικά εκφράζει τις δικές μας απόψεις γιατί δεν έχει ρωτηθεί για τη σύνταξή της κανένα μέλος της Σ.Ε., ούτε καν τα μέλη της Α-ΕΦΕΕ») όπου καταγγέλλεται ούτε λίγο ούτε πολύ η κατάληψη του Πολυτεχνείου σαν έργο οργανωμένων πρακτόρων της ΚΥΠ: «Καταγγέλλουμε την προσχεδιασμένη εισβολή στο χώρο του Πολυτεχνείου την Τετάρτη, 14 Νοέμβρη, 350 περίπου οργανωμένων πρακτόρων της ΚΥΠ, σύμφωνα με προβοκατόρικο σχέδιο των Ρουφογάλη – Καραγιαννόπουλου, με βάση εντολές του παραμερισμένου τώρα τέως πρωτοδικτάτορα Παπαδόπουλου και της αμερικάνικης CIA, με σκοπό να προβάλουν με κάθε μέσο τραμπουκισμού και προβοκάτσιας, γελοία και αναρχικά συνθήματα που δεν εκφράζανε τη στιγμή και τις συγκεκριμένες δυνάμεις. για να μπορέσουν έτσι να απομονώσουν το κίνημά μας και την εκδήλωσή μας του Πολυτεχνείου απ’ το σύνολο του λαού και της νεολαίας. Για να μπορέσουν παραπέρα, κατασκευάζοντας (και με την βοήθεια των χουντικών μέσων ενημέρωσης) την εικόνα μιας μεμονωμένης εξτρεμιστικής επαναστατικοαναρχικής εξέγερσης που δεν έχει τη συμπαράσταση του λαού, να χρησιμοποιήσουν το χιλιοτριμένο πρόσχημα του «επαπειλούμενου κοινωνικού καθεστώτος» για να δικαιολογήσουν την επαναφορά του στρατιωτικού νόμου και το δυνάμωμα της αιματηρής τρομοκρατίας. Ενέργειες που οι αμερικανοί, η CIA και η χούντα είχαν από καιρό πάρει την απόφαση να επιβάλουν ύστερα από την παταγώδη αποτυχία της χουντομαρκεζινικής προσπάθειας καθήλωσης και εκτόνωσης της λαϊκής πάλης…».

Όσοι έζησαν από κοντά τα γεγονότα γνωρίζουν καλά, και το διακήρυξαν σε όλες τις συζητήσεις που προκάλεσαν αυτές οι δηλώσεις, που αυτοί που μπήκαν στο Πολυτεχνείο την Τετάρτη το μεσημέρι δεν ήταν 350 πράκτορες του Ρουφογάλη, αλλά οι φοιτητές των άλλων σχολών που οργανωμένα έφθασαν από το χώρο της Νομικής στο Πολυτεχνείο. Αλλά αντί να απαντήσουμε εμείς στα επιχειρήματα αυτά ας δώσουμε τον λόγο στον Γιάννη Γρηγορόπουλο (σελ 21-22): «Η παραπάνω άποψη δεν μπορεί να αντέξει σε σοβαρή κριτική αν ληφθούν υπ’ όψη οι συγκεκριμένες συνθήκες της εποχής εκείνης, η εξάρτηση της χούντας από τους αμερικάνους, οι κίνδυνοι που εγκυμονούσε μια τέτοια αντιμετώπιση για το ίδιο το καθεστώς της υποτέλειας στη χώρα μας, πράγμα που το ήξεραν και το έτρεμαν περισσότερο απ’ όλα όλοι οι κύκλοι της αντίδρασης. Μ’ αυτό το πρίσμα βλέποντας τα πράγματα, θα ήταν παράλογο να προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν μια φοιτητική εξέγερση – που η πιο πιθανή της εξέλιξη ήταν να πάρει μεγαλύτερη έκταση και να γίνει υπόθεση όλου του λαού – για να επιφέρουν ορισμένες αλλαγές στην ηγεσία και στην πολιτική της χούντας. Η αντίδραση έχει βαθιά συναίσθηση της δύναμης του λαϊκού κινήματος από τους μακρόχρονους αγώνες του λαού μας και ξέρει ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα ήταν παιχνίδι με τη φωτιά. Και παλιότερα είχαν γίνει προσπάθειες προβοκάτσιας με σκοπό την καλλιέργεια του αντικομμουνισμού και την απομόνωση της αριστεράς (1963-1965). Προβοκάτσιες όμως στο επίπεδο οργανωμένου σχεδίου σε τέτοια έχταση όπως τα γεγονότα του Πολυτεχνείου θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η αντίδραση δεν ήταν ούτε σε θέση, αλλά ούτε θα αποτολμούσε, να οργανώσει.

Βέβαια από τη στιγμή που η κατάληψη ήταν γεγονός, η αντίδραση χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που είχε (ΚΥΠ, χαφιέδες, αστυνομία κλπ) προσπάθησε να διαστρεβλώσει το χαρακτήρα της εξέγερσης, να χρησιμοποιήσει τα γεγονότα για να χτυπήσει το προοδευτικό κίνημα. Αυτό άλλωστε είχε γίνει και στην κατάληψη της νομικής το Φλεβάρη του 73, όπου προβοκάτορες προκάλεσαν πανικό με αποτέλεσμα να γίνει υποχώρηση από τη μεριά μας και να εγκαταλείψουμε, αναγκαστικά, το κτίριο. Η τέτοια όμως συμπεριφορά της αντίδρασης δεν είναι και απόδειξη της ύπαρξης σχεδίου, αλλά αποτελεί μόνιμο στοιχείο, που περισσότερο έχει χαρακτήρα «άμυνας» του αστικού κράτους οποιαδήποτε μορφή κι αν έχει στις αντίστοιχες περιόδους της ιστορίας.

Η τέτοια τοποθέτηση και ερμηνεία του θέματος επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη των γεγονότων, που ανάγκασαν την αντίδραση να δείξει τη δύναμή της χρησιμοποιώντας το στρατό, την τελευταία της ελπίδα για να μην ξεφύγουν τα πράγματα τελείως από τον έλεγχό της. Αυτό ήταν μια σημαντική υποχώρησή της και έδειχνε το αδιέξοδο στο οποίο είχε φτάσε καθώς και το βαθμό απόγνωσής της. Στο τελευταίο αυτό, όπως φαίνεται και από τη δίκη του Πολυτεχνείου, ήταν σύμφωνοι όλοι οι παράγοντες της χούντας καθώς και η CIA που βοήθησε άμεσα στην εφαρμογή του σχεδίου «Κεραυνός». (Το σχέδιο αυτό χρησιμοποιείται σαν διέξοδος τη στιγμή που πολιτικά όπλα για την αναχαίτιση του λαϊκού κινήματος χρεοκοπούν)».

Παραμένει όμως το ερώτημα: γιατί αυτή η συνειδητή διαστρέβλωση της ιστορίας και μάλιστα με τον τρόπο που γίνεται; Ο Μπ. Δρακόπουλος έκφρασε ανοιχτά μια δεξιά άποψη που σχετιζόταν με τις εκτιμήσεις και τη στάση του κόμματός του απέναντι στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Στην περίπτωση της ΚΝΕ έχουμε την εξαπόλυση μιας συκοφαντίας με την πραξικοπηματική χρησιμοποίηση της υπογραφής της Σ.Ε. του Πολυτεχνείου και μάλιστα σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας. Δεν έχουμε δηλαδή απλά την έκφραση μιας γνώμης, μιας εκτίμησης, ενός συμπεράσματος σχετικά με ένα γεγονός.

Η εξήγηση είναι απλή άσχετα αν δυσαρεστεί ορισμένους. Είναι στη φύση γενικά του ρεβιζιονισμού μια τέτοια στάση και ο εγχώριος ρεβιζιονισμός από τη δεκαετία του 50 έχει γράψει «λαμπρές» σελίδες μεθοδεύσεων, μηχανορραφιών και τραμπουκισμών. Χωρίς αυτές τις «λαμπρές» σελίδες, πολλά από τα πρωτοκλασάτα στελέχη του δεν θα είχαν αναρριχηθεί στην καθοδήγηση του κόμματος, ούτε θα είχαν πάρει το χρίσμα από τους σοβιετικούς… Αλλά τώρα με την «καταγγελία» της Πανσπουδαστικής Νο 8 έχουμε μπει σε μια νέα φάση. Η καινούργια πολιτικοποίηση που αναδεικνύεται μέσα από το κίνημα πρέπει να γαλουχηθεί και να μυηθεί σ’ αυτή την «τέχνη», να συμμετέχει ενεργά και δραστήρια στην εφαρμογή της, και τελικά το πιο ευμετάβλητο τμήμα της να γίνει κι αυτό συνένοχο και πωρωμένο. Μιλήσαμε στην αρχή αυτού του κειμένου για το ότι μπαίναμε σε μια περίοδο συνδιαχείρησης της κρίσης και συντονισμού των προσπαθειών όλων των αντιδραστικών – σ’ ανατολή και δύση – να καταστείλουν και να απορροφήσουν το κίνημα που είχε αναπτυχθεί κόντρα στα κοινά τους δόγματα. Ο μπρεζνιεφισμός επωμίστηκε το βάρος, ανέλαβε να τιθασεύσει, να αποπροσανατολίσει, να καταστείλει αν χρειαστεί διάφορα μαζικά κινήματα, να λειτουργήσει σαν κυματοθραύστης ώστε να εμποδιστεί μια μετατόπιση σε πραγματικές αριστερές θέσεις και πραχτικές. Στη χώρα μας είναι τα πρώτα βήματα του μπρεζνιεφισμού μέσα στις νέες συνθήκες που δημιούργησε η ριζοσπαστικοποίηση των χρόνων 72-73. έπρεπε σχετικά γρήγορα, συνδυάζοντας μια υπερεπαναστατική φρασεολογία με μια δεξιότατη πραχτική, να δημιουργήσει ένα τέτοιο στυλ «δουλειάς» και ένα μηχανισμό που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο «τιμητικό» καθήκον του κυματοθραύστη του κινήματος. Καλλιεργώντας τον φανατισμό σε όσους δεν γνώριζαν, χαλώντας όσους γνώριζαν και συνεργούσαν σ’ αυτή την πραχτική και ιδιαίτερα αξιοποιώντας τον υπερβάλλοντα ζήλο που επέδειξαν όσοι είχαν τη φωλιά τους λερωμένη στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, εφόρμησε στις συνθήκες της μεταπολίτευσης για να σταθεροποιήσει τις δυνάμεις του και να φέρει σε πέρας το έργο της συνδιαχειριστικής δύναμης. Έπρεπε σχετικά γρήγορα να εθιστεί ένα δυναμικό στο σπάσιμο των αγώνων, στη σπίλωση και τη συκοφάντηση αγωνιστών, στο καπέλωμα και τον ανοιχτό τραμπουκισμό.

Πολλοί που ανακάλυψαν ορισμένες αλήθειες μονάχα αφού εκδηλώθηκε η περεστρόικα, και εννοούμε την κίνηση του ΝΑΡ, όταν αναφέρονται στην περίοδο μετά την μεταπολίτευση εκτιμούν σαν θετική γενικά τη στάση της ΚΝΕ στους νεολαϊστικους χώρους. Τους διαφεύγει τελείως η κριτική του μπρεζνιεφισμού και της ειδικής του έκφρασης στην Ελλάδα, και δικαιολογούν το έργο του ειδικά στα πρώτα βήματα εδραίωσής του και χρησιμοποίησής του σαν κυματοθραύστη του κινήματος. Αρέσκονταν κι αυτοί να φιγουράρουν σαν εμπνευστές και καθοδηγητές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, σαν γνήσιοι συνεχιστές στο «δρόμο του Πολυτεχνείου», σαν μοναδικοί θεματοφύλακες του μηνύματός του, κι ας γνώριζαν την αλήθεια κι ας έκαναν ότι μπορούσαν για να σβήσουν κάθε εστία αντίστασης τηρώντας όλες τις δεσμεύσεις και τις συμφωνίες με τις αστικές δυνάμεις. δεν είναι μικρό λαθάκι … δείχνει όμως και το βάθος της αυτοκριτικής τους. Δυστυχώς.

Τα «αποτελέσματα» του Πολυτεχνείου

Τινάζοντας στον αέρα τις απόπειρες «ομαλοποίησης» του φασιστικού καθεστώτος, το Πολυτεχνείο βάθυνε αντικειμενικά τις αντιθέσεις στους κόλπους της αντίδρασης και επέσπευσε την κατάρρευση της διχτατορίας. Η αμερικάνικη πολιτική στην περιοχή, ειδικά μετά την κρίση στο κυπριακό και μπροστά στον κίνδυνο μιας πολεμικής περιπέτειας ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία με απρόβλεπτες συνέπειες για την κυριαρχία του ιμπεριαλισμού στην περιοχή, δεν είχε άλλο δρόμο από το συμβιβασμό με τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. η λύση Καραμανλή ήταν η συγκεκριμένη έκφραση αυτού του συμβιβασμού ο οποίος τυγχάνει και της αποδοχής του σοβιετικού παράγοντα αφού του δημιουργούσε νέες ευκαιρίες για την προώθηση των θέσεών του.

Το πρώτο και άμεσο πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι δυνάμεις που εκφράζονταν από τη λύση Καραμανλή, ήταν να αναχαιτίσουν το ριζοσπαστισμό των λαϊκών μαζών, να περιορίσουν το εύρος και το βάθος της αποχουντοποίησης, να σταθεροποιήσουν όσο πιο σύντομα γινόταν την εξουσία τους μέσα από κατάλληλους ελιγμούς.

Χωρίς το Πολυτεχνείο η ριζοσπαστικοποίηση και ο διάχυτος αντιαμερικανισμός δεν θα είχαν την έκταση που είχαν, ούτε ακόμα θα εκδηλωνόταν η χαώδης κατάσταση που έκπληκτοι αντιμετώπισαν ιμπεριαλιστές, φασίστες και αστικός κόσμος κατά την επιστράτευση του 1974.

Χωρίς το Πολυτεχνείο ο συμβιβασμός ανάμεσα στις διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τις παραφυάδες τους στη χώρα θα ήταν πιο εύκολος και ανώδυνος γι’ αυτές και το πλαίσιο της άσκησης των πολιτικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων σαφώς πιο περιορισμένο. Η «αποκατάσταση της δημοκρατίας» στα μυαλά του αστικού κόσμου είχε περίπου τη μορφή της «δημοκρατίας» πριν το 1967: με το κομμουνιστικό κίνημα εκτός νόμου, την κυριαρχία του χωροφύλακα στην ύπαιθρο, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων κλπ κλπ. Μετά το Πολυτεχνείο, με δεδομένο τον ριζοσπαστισμό και τον κλυδωνισμό που είχε δημιουργηθεί δεν ήταν πλέον δυνατή μια τέτοια «αποκατάσταση της δημοκρατίας». Έτσι, μέσα στους αναγκαίους ελιγμούς για να περισωθεί και τελικά να ελεγχθεί η κατάσταση, ο Καραμανλής υποχρεώθηκε το καλοκαίρι του 74 να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ. Ελιγμός βέβαια, αλλά αδιανόητος χωρίς την εκτίμηση των τοτινών συνθηκών και ειδικά της τεράστιας πίεσης που υπήρχε «από τα κάτω».

Αργότερα, όταν σταθεροποιήθηκε η κατάσταση, ο αστικός πολιτικός κόσμος μιλούσε με έπαρση για το «θαύμα της μεταπολίτευσης», εννοώντας προφανώς την χωρίς πολλούς κλυδωνισμούς και προβλήματα μετάβαση από τη διχτατορία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η αλήθεια είναι ότι η ανησυχία τους κατά τη μετάβαση και τις πιο αποφασιστικές στιγμές της, ήταν πολύ μεγάλη. Αντικειμενικά υπήρχαν οι όροι, στις συνθήκες αμέσως μετά την πτώση της διχτατορίας, να προωθηθούν πολλά προς όφελος του λαϊκού κινήματος και να στριμωχθεί πολύ περισσότερο η αστική τάξη. Η αιτία που αυτό δεν έγινε, βρίσκεται και στην ολόπλευρη προσχώρηση του ρεβιζιονισμού στο «κοινωνικό συμβόλαιο» της εποχής, και κυρίως στο χαμηλό επίπεδο ωρίμανσης του υποκειμενικού παράγοντα.

Όλα τα παραπάνω αναφέρονται για να δειχτεί ότι το Πολυτεχνείο έδωσε μια μεγάλη ώθηση στο λαϊκό κίνημα, σφράγισε έντονα τις διαθέσεις και τη συνείδηση του ελληνικού λαού, και υποχρέωσε σε ελιγμούς και συμβιβασμούς την αστική τάξη που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα υποχρεωνόταν να κάνει. Και βεβαίως υποχρέωσε όλες τις δυνάμεις, που τότε προσπάθησαν να μη γίνει το Πολυτεχνείο, να εμφανίζουν τουλάχιστον στα λόγια μια πιο αριστερή τοποθέτηση. Ήταν αδιανόητο να εμφανίζονται τα ρεβιζιονιστικά κόμματα αλλά και το ΠΑΣΟΚ χωρίς να καταγγέλλουν τον ιμπεριαλισμό και το φασισμό, χωρίς να έχουν μια έντονη σοσιαλιστική φρασεολογία κλπ κλπ. Αν δεν το έκαναν αυτό δεν θα μπορούσαν να έχουν καμιά επαφή με τον κόσμο και τις διαθέσεις εκείνη την περίοδο.

Το σημαντικότερο όμως, άμεσο και χειροπιαστό, αποτέλεσμα του Πολυτεχνείου ήταν η αποδέσμευση δυνάμεων, ο απεγκλωβισμός ενός σημαντικού δυναμικού από τη ρεφορμιστική και αστική επιρροή. Το Πολυτεχνείο ήταν ένα σκίρτημα του επαναστατικού κινήματος, ένας έστω λίγο χρονικά καθυστερημένος – λόγω της διχτατορίας – συγχρονισμός του λαϊκού μας κινήματος με τη γενική κίνηση της επαναστατικής θύελλας που απλώθηκε στον κόσμο μετά το 1968. Ήταν, ας το πούμε έτσι, ο ελληνικός Μάης, ήταν η εισβολή μιας νέας γενιάς στο στίβο της κοινωνικής πάλης με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της επαναστατικής θύελλας που ήταν σε εξέλιξη σ’ όλο τον κόσμο.

Το στοιχείο αυτό, του συγχρονισμού με την κίνηση της θύελλας στον παγκόσμιο χώρο, είχε αρχίσει να γίνεται και σημείο συνείδησης σε όσους συμμετείχαν τότε με ενεργητικό τρόπο. Ήθελαν να τη γνωρίσουν περισσότερο, αναφέρονταν σ’ αυτή, προσπαθούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξή της.

Έτσι και στη χώρα μας σημειώθηκε σε μεγάλη έκταση η απελευθέρωση ενός δυναμικού που μπορούσε να αποτελέσει την ισχυρή βάση εκκίνησης για την κατάχτηση άλλων θέσεων και την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος στη χώρα μας. Αυτή είναι ίσως η πιο σπουδαία παρακαταθήκη του πολυτεχνείου που – άσχετα αν έμεινε ουσιαστικά ανεκμετάλλευτη, προς μεγάλη ευχαρίστηση αστών και ρεβιζιονιστών – αποτελεί ένα σπουδαίας σημασίας μάθημα για τους επαναστάτες. Γιατί δείχνει πως είναι δυνατή η αποδέσμευση μαζών από την αστική και ρεβιζιονιστική επιρροή, γιατί αποδεικνύει ότι αυτή δεν συντελείται αν δεν έχει γίνει προηγούμενα μια υπόγεια και φανερή ιδεολογική αντιπαράθεση σχετικά με τον προσανατολισμό του αγώνα, και ακόμα γιατί η ύπαρξή της σημαίνει καλύτερους όρους πάλης και ζωής για την εργατική τάξη και το λαό.

Το Πολυτεχνείο λοιπόν δεν ήταν ένα «Μπιγκ Μπανγκ». Οι διαδικασίες – πιο σωστά τα προτσές – ανάπτυξης κινημάτων όταν εξετάζονται από μαρξιστική πλευρά δεν έχουν ανάγκη από αστικές ανοησίες στυλ «εναρκτήριου λακτίσματος». Η ώθηση που έδωσε η εξέγερση του Πολυτεχνείου έπαιξε το ρόλο της στις άμεσες και γενικότερες εξελίξεις αλλά κάποτε, αν δεν μετασχηματιζόταν σε κάτι ανώτερο, αν δεν είχαμε τη σύζευξή της με τις βαθύτερες ανάγκες και διεργασίες στην ελληνική κοινωνία που συνέχιζε την πορεία της, θα εξαντλούνταν αφού βέβαια θα δεχόταν τις ειδικές κατεργασίες των αστικών και ρεβιζιονιστικών δυνάμεων.

Το πρόβλημα αυτό παραπέμπει αναγκαστικά στις ευθύνες και την ωριμότητα των δυνάμεων που χρόνια εργάζονταν για μια απελευθέρωση ενός δυναμικού και όταν αυτή ήρθε δεν προσπάθησαν να ανταποκριθούν. Και θεωρούμε χρέος μας να τοποθετηθούμε γύρω απ’ αυτή την πλευρά. Στη χώρα μας δεν είχαμε μόνο την εκδήλωση του επαναστατικού σκιρτήματος με όλα τα θετικά του στα οποία αναφερθήκαμε. Είχαμε και την εμφάνιση όλων εκείνων των χαρακτηριστικών που αντί να αξιοποιήσουν τις ευνοϊκές συνθήκες, μαθηματικά οδηγούσαν στην αποτυχία και εντέλει στον εκφυλισμό αυτής της δυνατότητας. Η υιοθέτηση του αστικού τρόπου να κάνεις πολιτική, η έπαρση, το αίσθημα επάρκειας, ο ακολουθητισμός σε διάφορα διεθνή κέντρα, η έλλειψη στοιχειωδών εκτιμήσεων, αναλύσεων κλπ για τα ελληνικά δεδομένα σήμαιναν μια σημαντική οπισθοχώρηση από την ποιότητα και τις προδιαγραφές που είχαν τεθεί από τις απαρχές της εμφάνισης του μαρξιστικού – λενινιστικού κινήματος στη χώρα μας. Αυτή η οπισθοχώρηση έγινε την περίοδο της διχτατορίας, αλλά δεν φαινόταν καθαρά όσο το επίπεδο ανάπτυξης του κινήματος ήταν χαμηλό και οι συνθήκες της φασιστικής διχτατορίας βοηθούσαν να καλύπτονται τέτοιες καταστάσεις. Με τη μεταπολίτευση όμως, δημιουργούνται οι συνθήκες για να αναπτυχθούν τέτοιες στάσεις και σιγά – σιγά να μονιμοποιηθούν και να γίνουν κυρίαρχες. Αυτή η διαδικασία έγινε σε αντίθεση με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις που έθετε η ίδια η απελευθέρωση του δυναμικού για την οποία μιλάμε. Η ευκαιρία που παρουσιάστηκε τα χρόνια 74-76 δεν ήταν απ’ αυτές που συμβαίνουν συχνά. Όσοι αναφέρονται στο μαρξιστικό – λενινιστικό κίνημα της χώρας μας, αν αναλογιστούν ποια ζητήματα τους απασχολούσαν εκείνα τα χρόνια, ποια προβλήματα προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν, γύρω από ποια θέματα διεξήχθηκε μια αντιπαράθεση, θα πρέπει σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, να παραδεχτούν ότι αυτά δεν είχαν τόσο σχέση με το κεντρικό ζήτημα της αξιοποίησης του κεφάλαιου που είχε προκύψει μετά το Πολυτεχνείο. Το «κλείσιμο» που έγινε, α αγώνας δρόμου στις πόζες και στις αναγνωρίσεις,, σήμαιναν ουσιαστικό σνομπάρισμα του δυναμικού που είχε απελευθερωθεί από την αστική επιρροή, και σε τελευταία ανάλυση δεν σηματοδοτούσε μια διαφορετική ποιότητα στην αντιμετώπιση του ζητήματος από τις άλλες που κυριάρχησαν. Αυτά λέγονται χωρίς ούτε στιγμή να υποτιμάμε όλες τις μικρές και μεγάλες μάχες που έδωσε το δυναμικό αυτό σ’ όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Δεν μπορούμε όμως να παριστάνουμε τους αδιάφορους ή τους άσχετους με το πρόβλημα της αξιοποίησης ή του χαντακώματος τέτοιων μεγάλων ευκαιριών.

Τα όσα λέμε αναφέρονται στην πιο σημαντική από άποψη μεγέθους, ιστορίας, ριζών στο κομμουνιστικό κίνημα, δύναμης κι όχι σε μια σειρά από οργανώσεις και γκρούπες που δεν μπόρεσαν να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους και γρήγορα έσβησαν ή συρρικνώθηκαν τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια (ΕΣΕ, ΣΕΠ, Μπολσεβίκοι, Μαχητής, ΕΕΑΜ, ΚΕΜΛ κλπ) ή άλλες που φωνασκώντας κυρίως και έχοντας μια αλλοπρόσαλλη στάση διευκόλυναν αφάνταστα τη δουλειά του ΚΚΕ και δυσφήμιζαν το μαρξιστικό – λενινιστικό κίνημα (ΕΚΚΕ) και που στις πρώτες δυσκολίες άνοιξαν διάπλατα το δρόμο στον αγνωστικισμό και στη διάλυση.

Οι ρίζες στο κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας, οι θέσεις και οι εκτιμήσεις που είχε προβάλλει η Αναγέννηση στην περίοδο 64-67, η δραστηριότητα της ΟΜΛΕ στη διάρκεια της διχτατορίας και η επιβεβαίωση της ορθότητας της αντιφασιστικής και αντιιμπεριαλιστικής κατεύθυνσης, η ανεξαρτησία απέναντι στα διεθνή κέντρα, το δυναμικό που είχε συγκεντρωθεί, όλα αυτά αποτελούσαν εφόδια που δεν αξιοποιήθηκαν στις νέες συνθήκες, με αποτέλεσμα να χαθεί η ευκαιρία. Οι ευθύνες του μαρξιστικού – λενινιστικού κινήματος είναι μεγαλύτερες γι’ αυτό το λόγο.

Βέβαια η ιστορία δεν εξαντλείται στην αξιοποίηση ή μη διαφόρων ευκαιριών και γι’ αυτό θεωρούμε πως η συνεισφορά αυτής της «ανύπαρκτης» για πολλούς οργάνωσης ήταν σημαντική μέχρι τη διάλυσή της στα 19823. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που κάποτε θα μας απασχολήσει.

Ο χειρισμός του Πολυτεχνείου

Αφού λοιπόν για κάποιους χάθηκε μια σημαντική ευκαιρία, ήταν φυσικό να τρέξουν κάποιο άλλοι για να την αξιοποιήσουν προς όφελός τους. Έτσι κι έγινε. Το Πολυτεχνείο έγινε ένα μνημείο, έγινε μια επένδυση που έπρεπε να αποδώσει στις νέες συνθήκες. Μέσα απ’ τον πληθωρισμό διακηρύξεων και όρκων πίστης για συνέχιση ή δικαίωση του αγώνα και μάλιστα «στο δρόμο του Νοέμβρη», μπήκε σε ενέργεια μια επιχείρηση διαστροφής και εκφυλισμού του πραγματικού νοήματος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ο πληθωρισμός αυτός θα οδηγούσε σιγά – σιγά στο να χάνεται το πραγματικό νόημα των λέξεων, να διαστρέφονται οι έννοιες και έτσι να οικοδομείται η πραγματικότητα παραστάσεων που επέτρεπε την κυριαρχία και την εμπέδωση της συνδιαχείρησης και σε τελική ανάλυση της αστικής τάξης πραγμάτων.

Ο ανούσιος, τελετουργικός, εντελώς ψεύτικος και συνειδητά διαστρεβλωμένος τρόπος με τον οποίον τιμούνταν ο Νοέμβρης, αποσκοπούσε στην ενστάλλαξη μιας άλλης συνείδησης στις μάζες, εντελώς διαφορετικής από το πραγματικό νόημα της εξέγερσης. Το παθητικοποιημένο και ανίσχυρο άτομο ήταν ο στόχος αυτής της επιχείρησης. Η επίτευξή του πέρναγε μέσα από την ιδεολογική συντριβή – καιόταν χρειαζόταν πιο άμεση – κάθε κίνησης και προσπάθειας που δυνάμει μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στην επιχείρηση παθητικοποίησης. Από μια άλλη άποψη, η ιστορία των μεταπολιτευτικών χρόνων σημαδεύεται από διάφορες απόπειρες αντίστασης και αντίδρασης στην επιχειρούμενη μοντελοποίηση από αστούς και ρεβιζιονιστές κι από την άλλη, έχουμε τις συνδυασμένες προσπάθειες καθυπόταξης των αντιστάσεων αυτών με την εναλλαγή διαφόρων τρόπων, σκληρών και μαλακών. Αντικειμενικά στήθηκε μια μεγάλη υγειονομική ζώνη για κάθε άποψη, κάθε πρακτική και αντίληψη που ξέφευγε απ’ αυτή τη μοντελοποίηση και ταυτόχρονα γίνονταν δεκτοί στο «σύστημα» μόνο αυτοί που έμπρακτα έδειχναν να εμπνέονται και να πειθαρχούν στις «αρχές» του.

Έτσι, σ’ ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο υπήρχαν δυό κόσμοι που συγκρούονταν προσπαθώντας να εκφράσουν ή να απωθήσουν συγκεκριμένες ανάγκες και συμφέροντα. Οι μετακινήσεις από τον ένα κόσμο στον άλλο (και συνήθως ήταν μονόδρομη η πορεία ) ορισμένων επώνυμων, που προσπαθήθηκε να παρουσιαστεί σαν απόδειξη της ορθότητας του ρεαλισμού και του πραγματισμού, δεν ήταν το κεντρικό πρόβλημα που έκρινε την έκβαση της αντιπαράθεσης. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι τότε, στα χρόνια 74-80, έπρεπα να φουλάρουν όλες οι μηχανές της συνδιαχείρησης για να αντιμετωπιστούν οι «προβοκάτορες», ενώ σήμερα μοιάζει να επιτυγχάνεται το ίδιο αποτέλεσμα με λιγότερη προσπάθεια. Η αιτία βρίσκεται στα αποτελέσματα που επέφερε η αποϊδεολογικοποίηση, το αίτημα να εξαφανιστεί κάθε στοιχείο ιδεολογίας και ουτοπίας από την πράξη και τη δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να μετατραπεί εύκολα η πολιτική σε ένα εργαλείο στα χέρια των τεχνοκρατών της εξουσίας, αποσπασμένο από τις μάζες και στρεφόμενο σαφώς ενάντιά τους.

Παράλληλα με όλα αυτά, έπρεπε να απελευθερωθούν οι αστικές και ρεβιζιονιστικές δυνάμεις από κάθε κληρονομιά του Πολυτεχνείου. Μιλάμε για τη σταδιακή και τυπική ακόμα εγκατάλειψη της άποψης του Πολυτεχνείου. Το περίφημο κείμενο της διακήρυξης του Πολυτεχνείου που είδαμε σε τι συνθήκες είχε εγκριθεί, απηχούσε σ΄ ένα βαθμό τον αντιφασιστικό και αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό του αγώνα που οι φορείς της μεταπρατικής Ελλάδας δεν μπορούσαν να ανέχονται για καιρό. Δεν ήταν όμως εύκολο να γίνει αυτή η αποκήρυξη. Γι’ αυτό και το ΠΑΣΟΚ και η επίσημη αριστερά προετοίμαζαν για καιρό το έδαφος για την οριστική και τυπική εγκατάλειψη των διακηρύξεων του Πολυτεχνείου.

Στην διακήρυξη λοιπόν αναφέρεται: «Πρωταρχική προϋπόθεση για την επίλυση όλων των λαϊκών προβλημάτων, θεωρούμε την άμεση παύση του τυραννικού καθεστώτος της χούντας και την παράλληλη εγκαθίδρυση της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Η εγκαθίδρυση της λαϊκής κυριαρχίας συνδέεται αναπόσπαστα με την εθνική ανεξαρτησία από τα ξένα συμφέροντα που χρόνια στηρίζουν την τυραννία στην χώρα μας».

Στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν ξεχάστηκε απ’ όλους το «αναπόσπαστα», έσκυψαν το κεφάλι στα πλαίσια που όρισαν πάλι οι ξένοι παράγοντες πρώτα στο συμβιβασμό του 74 και σ’ ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία, και άρχισαν να κοροϊδεύουν τον κόσμο ότι τάχα η λαϊκή κυριαρχία σημαίνει τη δυνατότητα του λαού να επιλέγει κάθε 3-4 χρόνια ποιος θα συνεχίσει να τον εκμεταλλεύεται. Όσοι έδωσαν τότε μάχη για την κατοχύρωση του αντιφασιστικού και αντιιμπεριαλιστικού προσανατολισμού συνόδευαν αυτήν την κατεύθυνση με το σύνθημα της «Λαοκρατίας», που βεβαίως δεν θύμιζε μόνο άλλες εποχές αλλά έθετε το πρόβλημα μιας νέας εξουσίας των λαϊκών δυνάμεων που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη σημαντικών επαναστατικών μετασχηματισμών στην ελληνική κοινωνία.

Για τα αστικά κόμματα, όπως το ΠΑΣΟΚ, και τον ρεβιζιονισμό ήταν ακίνδυνη υπόθεση η επανάληψη συνθημάτων όπως «έξω οι αμερικάνοι», «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», από τη στιγμή που δεν δεσμεύονταν σε τίποτα όσον αφορά τους όρους για μια πραγματοποίηση αυτών των στόχων. Δημιούργησαν μια τέτοια ρύπανση στο πολιτικό περιβάλλον, και οι φλωρακικοί οι μεγάλοι πρωταγωνιστές της ρύπανσης αυτής έριχναν γενναίες δόσεις «αντιμονοπωλιακότητας», ώστε να δημιουργείται μια αποστροφή από τον πλατύτερο κόσμο.

Από κοντά και διάφοροι άλλοι σχηματισμοί που ανακαλύπτοντας διαρκώς νέα πράγματα, από ανάγκες μέχρι υποκείμενα, και υποκλινόμενοι σε κάθε νέα μόδα και ρεύμα, δεν σταμάτησαν να διαστρεβλώνουν την ουσία του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και της σύνδεσής του με το πρόβλημα μιας συνολικότερης ανατροπής.

Έτσι προετοιμάστηκε το έδαφος για μεγάλους ιδεολογικούς αποχαιρετισμούς, αλλά και άρχισαν να προβάλλονται οι «νέες» αλήθειες της «αλληλεξάρτησης» και του «κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού» και να ρίχνεται το ανάθεμα σε απόψεις που δεν κατανοούν τάχα τις νέες εξελίξεις και το νέο που φέρνει στην ταξική πάλη η Επιστημονικοτεχνική Επανάσταση, να ρίχνεται το ανάθεμα στο «επαρχιώτικο» πνεύμα και στην απαρχαιωμένη θέση της αποδέσμευσης της Ελλάδας από όλους τους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς γιατί τάχα τότε θα «απομονωθεί». Την υποταγή τους στους διαμορφωμένους συσχετισμούς δύναμης έπρεπε πάντα να τη σερβίρουν σαν μονόδρομο. Για να φτάσουμε στην εποχή της νέας σκέψης και της νέας τάξης, που ενώ αναδύονται και πάλι «παλιά» και νέα προβλήματα που σπρώχνουν σε αντίθετα συμπεράσματα, επιμένουν δουλικά να στρουθοκαμηλίζουν και να ψεύδονται, γιατί απλούστατα δούλεψαν για να φτάσουν τα πράγματα εκεί που έφτασαν, άσχετα αν ορισμένοι «ρίχτηκαν» στην πορεία. Ακούραστα, οι τελευταίοι θα ξαναπάρουν φόρα για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη νέα κατάσταση, γιατί άσχετα με τις σημαίες που συνήθισαν να κουβαλούν είχαν προσχωρήσει προ πολλού στο στρατόπεδο αυτό.

Ο χειρισμός όμως του Πολυτεχνείου μπορεί να φανεί ανάγλυφα και στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρθηκαν όλες οι δυνάμεις της τριάδας που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου, στους γιορτασμούς κάθε Νοέμβρη στα χρόνια που ακολούθησαν.

Λιτανείες, ανούσιοι λόγοι, τσίκνα από τους μικροπωλητές, υπεύθυνες περιφρουρήσεις που εργολαβικά αναλάμβανε η ΚΝΕ και πογκρόμ ενάντια στους «αναρχοαυτόνομους». Συμφωνίες με τις κυβερνήσεις και την αστυνομία για περιορισμό των εκδηλώσεων και υποταγή σε όλες τις απαγορεύσεις για πορεία στην αμερικάνικη πρεσβεία. Κάλυψη του δολοφονικού χτυπήματος της αστυνομίας το 1980, όταν διαδηλωτές προσπάθησαν να σπάσουν την απαγόρευση της κυβέρνησης Ράλλη, με αποτέλεσμα να δολοφονηθούν οι Κουμής και Κανελλοπούλου. Κάλυψη και πάλι του δολοφονικού ρόλου της αστυνομίας τον Νοέμβρη του 1985, όταν δολοφονήθηκε ο νεολαίος Καλτεζάς στην οδό Στουρνάρη και όργιο τρομοκρατίας και προβοκατορολογίας που εξαπέλυσαν οι δυνάμεις της «αλλαγής» εισβάλλοντας στο Χημείο με ειδικές δυνάμεις και πολιορκώντας το Πολυτεχνείο που είχε καταληφθεί. Και αυτά είναι τα πιο ορατά μονάχα του αισχρού ρόλου της «τριάδας» γιατί θα μπορούσε κανείς να γράψει σελίδες επί σελίδων για τα κατορθώματά τους …

Η γενιά του Πολυτεχνείου

Όταν αναφέρονται στη γενιά του Πολυτεχνείου, όποιοι το κάνουν, αναφέρονται συνήθως ή στους επώνυμους, μερικά επώνυμα των οποίων αναφέραμε στην αρχή του κειμένου, που είναι πλέον δημόσια πρόσωπα, ή αναφέρονται στο στρώμα των φοιτητών που τότε με αρκετή απλοχεριά συμμετείχε στον αντιδιχτατορικό αγώνα, πέρασε από τη στράτευση μέσα στα κόμματα, μικρά και μεγάλα, και σήμερα γενικά βρίσκεται στο επίκεντρο διαφόρων επαγγελματικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Είναι δηλαδή οι «σαραντάρηδες» της χώρας, η γενιά του Πολυτεχνείου στην ωριμότητά της.

Πρόκειται για μια βολική αναφορά γιατί αναπαράγει την εικόνα του «συστήματος» που όλα τα ενσωματώνει –άρα είναι μάταιος ο αγώνας ενάντιά του- και γιατί εμφανίζει τη «γενιά του Πολυτεχνείου» σαν θύμα της πολιτικής και των απάνθρωπων κομματικών μηχανισμών σε καιρούς που όλα τα στραβά της παρατεταμένης κρίσης και αναδιάρθρωσης πάνε να τα φορτώσουν στην πολιτική και στους πολιτικούς.

Το πρώτο και σημαντικό τρυκ αυτής της αναφοράς βρίσκεται στο ότι περιορίζουν τη «γενιά του Πολυτεχνείου» στους επώνυμους ή στη φοιτητική κατηγορία. Όπως όμως ισχυριστήκαμε τις μέρες του Νοέμβρη πλάι στους φοιτητές έδωσε το παρόν της και μια κατηγορία νεολαίων εργαζόμενων που ξεχάστηκε στη συνέχεια. Αυτές οι μάζες, τόσο από την προέλευσή τους όσο και από τη συγκεκριμένη θέση τους, δεν μπορούσαν να έχουν την τύχη αυτών που ονομάστηκαν «γενιά του Πολυτεχνείου». Θα ξαναδώσει το παρόν της σε όλους τους αγώνες της περιόδου 74-76, γενικότερους και εργατικούς, αλλά δεν θα τύχει μιας καλύτερης τύχης από τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Το καθήκον που έμπαινε τότε, και αν είχε προωθηθεί θα ήταν αλλιώτικη η πορεία πολλών πραγμάτων, ήταν η σύζευξη, το δέσιμο, η απόκτηση επαφών και οργανικών δεσμών μ’ αυτόν τον κόσμο έτσι ώστε να μετατοπιζόταν η κοινωνική σύνθεση των οργανώσεων της περιόδου με αποτέλεσμα να χτιζόταν μια οργάνωση με στερεότερους δεσμούς με την εργατική τάξη. Αυτό δεν έγινε.

Το ΠΑΣΟΚ και τα δύο ρεβιζιονιστικά κόμματα απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος του φοιτητικού κομματιού της γενιάς του Πολυτεχνείου στους μηχανισμούς τους και φρόντισαν ώστε να τους μάθουν όλα τα κόλπα και τα «χούγια» που ένας ρεφορμιστής πολιτικός πρέπει να γνωρίζει. Γρήγορα, χωρίς πολλές αναστολές, ένα μεγάλο κομμάτι απ’ αυτό το δυναμικό ξεκόπηκε από κάθε διαδικασία κινήματος, επαγγελματοποιήθηκε, έμαθε να ζει από την πολιτική, να κάνει διάφορους συμβιβασμούς, να μην έχει πολλούς ηθικούς φραγμούς. Σήμερα, όσοι κατηγορούν αυτή τη «γενιά του Πολυτεχνείου» πως δεν αντιστάθηκε σ’ αυτή την κατεργασία, ξεχνούν πολλές φορές να αναφέρουν τους πνευματικούς πατέρες τους. Δεν είναι τυχαίο που οι περισσότεροι θήτευσαν και έμαθαν όλα τα κόλπα κάτω από την υψηλή θαλπωρή του Χαρίλαου Φλωράκη. Ξεχνούν ακόμα και το καλούπι από το οποίο βγήκε αυτή η «γενιά», το καλούπι της αστικής κοινωνίας με τις σύγχρονες διακλαδώσεις του, τους κρατικούς, οικονομικούς και κομματικούς μηχανισμούς.

Συνεπώς παρακολουθούμε τη διόγκωση, που γίνεται για προφανείς λόγους, της φυσιολογικής πορείας ενός τμήματος της τοτινής νεολαίας (του πιο προνομιούχου) και θα συμφωνήσουμε ότι αυτό συνέβηκε σε όλες τις χώρες όπου εκδηλώθηκαν μεγάλα νεολαϊστικα κινήματα στις δεκαετίες του 60-70. Τίποτα το παράξενο λοιπόν.

Αυτό που έχει σημασία είναι να δούμε αν αυτό το φυσιολογικό θα μπορούσε και κάτω από ποιους όρους να μην έπαιρνε αυτή την έκταση κλπ, και με όσα είπαμε βγαίνει το συμπέρασμα ότι δεν ήταν αναπόφευκτη αυτή η πορεία αν είχαν αντιμετωπιστεί με άλλο τρόπο και πνεύμα τα καθήκοντα που τέθηκαν αντικειμενικά.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν καμιά απαλλαγή της ατομικής ευθύνης που φέρουν τόσοι και τόσοι επώνυμοι σ’ αυτήν την πορεία γιατί, πώς να το κάνουμε, μετράνε και ορισμένα πράγματα στο επίπεδο αυτό. Έπρεπε να γνωρίζουν λοιπόν ότι κλήθηκαν να παίξουν ένα ρόλο στα ζητήματα της αριστεράς σε συνθήκες σχετικά πολύ πιο εύκολες απ’ αυτές που βρέθηκαν άλλοι στην ηλικία τους σε άλλες εποχές. Αντί λοιπόν να λένε μεγάλα λόγια και να ακολουθούν μια προσωπική ζωή τέτοια που όλα τους επιτρέπονταν και τα έκαναν, αντί να κορδώνονται και να χρησιμοποιούν τα «παράσημα» της συμμετοχής τους στην εξέγερση του Πολυτεχνείου –κι ενώ πολλοί απ’ αυτούς γνώριζαν ακριβώς τι είχε γίνει ή είχαν πρωταγωνιστήσει σ’ αυτά- καλύτερο θα ήταν να είχαν μια πιο σεμνή και μετρημένη στάση. Ακόμα, έπρεπε να μάθουν να μην θορυβούν όταν κατάλαβαν ότι πήραν τη «ζωή τους λάθος», αλλά και πάλι δεν μπόρεσαν να κρατηθούν. Εκείνους που άρχισαν να βλέπουν μετά την περεστρόικα, τους συμβουλεύουμε να μην είναι τόσο απόλυτοι όπως ήταν το 74-89 στις εκτιμήσεις τους, να μην βιάζονται τόσο πολύ και κυρίως να μην προσχωρούν στη «δυστυχισμένη συνείδηση» που χρόνια τώρα πασχίζει να επιβάλει η επίσημη αριστερά. Ένα παράδειγμα προς αποφυγήν: «Ήμουν στη Σ.Ε. κατάληψης του Πολυτεχνείου το 73, στην Α-ΕΦΕΕ, στην ΚΝΕ, δούλεψα πολλά χρόνια στο ΚΚΕ ως επαγγελματικό στέλεχος, ήμουν στον Οδηγητή … Έως ότου ήρθε η συγκυβέρνηση του 1989. αποχώρησα, πήγα στο ΝΑΡ και είμαι ανένταχτη. Ποια ήταν η ερώτηση; Αν δικαιωθήκαμε; Με τέτοιο διαλυμένο κίνημα, για ποια δικαίωση μιλάμε;» (Αριάδνη Αλαβάνου, αφιέρωμα τι απέγινε η γενιά του Πολυτεχνείου, ΝΕΑ 9/11/93). Είμαστε αντιμέτωποι με την πεισματική άρνηση να βγούνε κάποια συμπεράσματα έστω κι αν είναι αυτό οδυνηρό. Και αντί να γίνει μια ανάλογη αυτοκριτική διαδικασία κλαιγόμαστε για το διαλυμένο κίνημα κι ας δουλέψαμε δεκαετίες γι’ αυτή τη διάλυση. Μετά παρηγοριά και καταφύγιο στη «δυστυχισμένη συνείδηση».

Ευτυχώς που υπάρχουν κι άλλοι επώνυμοι που σιωπούν. Γιατί, αν μη τι άλλο, υπενθυμίζουν σε μερικούς ότι υπάρχει η αξιοπρέπεια, ο αυτοσεβασμός και η σεμνότητα απέναντι στην ιστορικότητα του Πολυτεχνείου, που στο κάτω – κάτω αυτοί τότε είχαν προσπαθήσει να γίνει …

Η επικαιρότητα του Πολυτεχνείου

Στην 20ετία που μεσολάβησε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου πάρα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει προς την κατεύθυνση της επικράτησης μιας ποικιλόμορφης και πολυεπίπεδης αντεπανάστασης, που ο στόχος της ήταν και είναι να εξαλείψει κάθε σημάδι από την απόπειρα ανατροπής του καπιταλισμού και της οικοδόμησης μεταβατικών κοινωνιών, να εξαλείψει κάθε αναφορά στο κομμουνιστικό κίνημα. Η μεγάλη «αλήθεια» που διακηρύσσεται και επιχειρείται να ενσταλλαχθεί στη συνείδηση των μαζών είναι ότι «ο αγώνας για την κοινωνική δικαιοσύνη αποτελεί την κυριότερη αιτία όλων των δυστυχιών της ανθρωπότητας». Το «τέλος της ιστορίας» που διακήρυξαν οι αστοί το 1989 προβάλλεται ακριβώς σαν το τέλος της φοβερής για τον αστικό κόσμο παρένθεσης που άνοιξε το 1917 με την Οχτωβριανή Επανάσταση.

Όσο λοιπόν διαρκούσε η ιστορία, από το 1973 που έγινε το Πολυτεχνείο μέχρι το 1989, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι δυνάμεις που κυριαρχούσαν στη Δύση και στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» δούλεψαν μέσα από φαγωμάρες και συνεργασίες για να φτάσουμε «αισίως» στη νέα εποχή μέσα από διάφορους ενδιάμεσους σταθμούς, αναγκαία ζιγκ-ζαγκ και εφορμήσεις. Αυτό είναι μια τόσο εξόφθαλμη πλέον εκτίμηση που μόνο οι περί τον Λούθηρο της αριστεράς, δηλαδή τον Χ. Φλωράκη, δεν θέλουν να δουν και περιορίζονται στη φοβερή ανακάλυψη της «πονηριάς» του Γκόρμπυ που ξεγέλασε τους πάντες και παρέδωσε το σοσιαλισμό στο αντίπαλο στρατόπεδο. Είναι ένα πρώτο «υλικό» γύρω από το οποίο πρέπει να στραφεί η προσοχή και να βγουν ουσιαστικά διδάγματα. Αυτό σημαίνει τον εντοπισμό της κύριας και βασικής διεργασίας που από την εξέλιξή της και την πορεία της καθορίστηκε η επιτυχία άλλα και ο ρυθμός της αντεπαναστατικής διαδικασίας. Αυτή δεν είναι άλλη από την κίνηση της αναδιάρθρωσης που δεν αφορούσε μια μικρή αναπροσαρμογή ορισμένων δομών ή μηχανισμών στην οικονομική σφαίρα, αλλά συντάραζε και τροποποιούσε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής πασχίζοντας να δώσει λύσεις στο διαρκώς οξυνόμενο πρόβλημα της διαιώνισης ενός συστήματος κοινωνικών σχέσεων ιστορικά ξεπερασμένο. Αυτή η αναδιάρθρωση του παγκόσμιου συστήματος κοινωνικών σχέσεων δεν έχει τίποτα το νομοτελειακό, δεν είναι αυτό που στην αριστερή φρασεολογία χαρακτηρίζεται «αντικειμενικό», γιατί φέρνει έντονα πάνω της το σημάδι των ταξικών σχέσεων που προσπαθεί να υπηρετήσει και αφορά την εναγώνια προσπάθεια της αστικής τάξης να ξεφύγει από τον ορίζοντα της μεγαλύτερης παγκόσμιας κρίσης που γνώρισε η ιστορία του καπιταλισμού. Και η διαιώνιση αυτού του συστήματος απαιτεί ένα πρωτοφανές ολοκαύτωμα της εργατικής τάξης.

Από τότε ακριβώς που σταμάτησε η ιστορία, από το 89 μέχρι τις μέρες μας, παρακολουθούμε την εξέλιξη ακριβώς αυτού του ολοκαυτώματος μπροστά στα μάτια μας, μέσα στο σπίτι μας, δίπλα στη γειτονιά μας. Το πέρασμα στη Νέα Τάξη Πραγμάτων με τον πόλεμο στον Κόλπο ήταν το γενικό παράγγελμα για τη νέα φάση της αναδιάρθρωσης και την απαίτηση γενίκευσης του πολέμου, της δυστυχίας και της εξαθλίωσης. Κανένα από τα έγκυρα ινστιτούτα έρευνας δεν έκανε έναν συνολικό απολογισμό του τι έχει κοστίσει σε ζωές η ΝΤΠ στα τρία χρόνια ζωής της. Πόσες εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τις «χειρουργικές» επεμβάσεις, τις «ανθρωπιστικές βοήθειες, τις υπερασπίσεις της «διεθνούς νομιμότητας». Δεν έχει γίνει καμιά επίσημη σούμα για το παγκόσμιο επίπεδο της ανεργίας, της εξαθλίωσης, της παιδικής θνησιμότητας, της μεταφοράς πληθυσμών, των συστηματικών γενοκτονιών που αποφασίζει και εφαρμόζει το ΔΝΤ με τα προγράμματά του.

Ούτε, πολύ περισσότερο, τα ΜΜΕ μας πληροφορούν για τους αγώνες, τα ξεσπάσματα, τις εξεγέρσεις που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα ενάντια στη Νέα Τάξη και τις ανυπόφορες συνθήκες μέσα στις οποίες προσπαθεί κυριολεκτικά να επιβιώσει η συντριπτική πλειοψηφία του πλανήτη. Και αυτό είναι ένα μήνυμα στην εποχή του «τέλους της ιστορίας»: Δυναμώνει η αντίσταση, γίνονται όλο και συχνότερα διάφορα ξεσπάσματα σε όλες τις γωνιές της γης. Η εξέγερση είναι παρούσα, κραυγάζει για τις ανάγκες των μαζών, καλεί σ’ έναν αγώνα – πόλεμο ενάντια στη μεγαλύτερη επίθεση που δέχτηκε ποτέ η ζωντανή εργασία και οι λαοί του κόσμου από μια χούφτα ληστών της «διεθνούς κοινότητας». Η εξέγερση είναι επίκαιρη, είναι μια ζωτική ανάγκη των μαζών και βρίσκει διάφορους δρόμους να εκδηλώνεται και δημιουργεί πολλά προβλήματα στις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Να ένα πρώτο νήμα που συνδέει τη σημερινή κατάσταση με το μήνυμα του Πολυτεχνείου. Όπως τότε ο λαός όρθωσε μόνος το ανάστημά του και τα έβαλε με τους τοτινούς υποτιθέμενους πανίσχυρους και πάνοπλους δυνάστες, έτσι και σήμερα η εργατική τάξη και οι λαοί βρίσκουν το κουράγιο και ξεσηκώνονται ενάντια σ’ έναν πολύ καλύτερα οργανωμένο αντίπαλο αλλά πάντα υποτιθέμενα πανίσχυρο.

Το ιδεολογικό τοπίο όμως μετά 20 έτη είναι διαφορετικό. Τα γεγονότα που μεσολάβησαν, οι διάφορες κατολισθήσεις και ανατροπές δεν έχουν «χωνευτεί», δεν έχουν ακόμα βγει τα αναγκαία συμπεράσματα, δεν έχουν γίνει αποφασιστικά βήματα προς την προβολή και ισχυροποίηση μιας «νέας συνείδησης» που θα ανταποκρίνεται στο ύψος των περιστάσεων. Άρα οι εξεγέρσεις και τα ξεσπάσματα εγγράφονται ακόμα στο πλαίσιο μιας διάχυτης και αυξανόμενης παθητικής αντίστασης που αναζητά τους δρόμους και τους τρόπους να περάσει σε ένα διαφορετικό ποιοτικό στάδιο, αυτό της ενεργητικής αντίστασης.

Και εδώ τίθεται ένα ερώτημα. Είναι επίκαιρο λίγο πριν το 2000 το περιεχόμενο του αγώνα του Πολυτεχνείου; Έχει νόημα σήμερα να μιλάμε για εθνική ανεξαρτησία; Έχει νόημα να συνδέουμε την πάλη για το σοσιαλισμό με τον αγώνα για πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία;

Όσοι γοητεύτηκαν από τα γλυκά τραγούδια των σειρήνων για το τέλος της ιστορίας, το τέλος των συνόρων, την είσοδο σε μια νέα εποχή χωρίς πολέμους και οδυνηρά τραντάγματα, όσοι θεώρησαν πως οι ολοκληρώσεις (ευρωπαϊκές, παγκόσμιες κλπ) θα αναλάμβαναν να φέρουν σε πέρας την πανανθρώπινη απελευθέρωση, μπορούν αν θέλουν ή αν τους συμφέρει να συνεχίσουν να πλανώνται.

Η πραγματικότητα της σύγχρονης μοντελοποίησης οδηγεί στο να είναι «λειτουργική» η σύνδεση της ιδέας του σοσιαλισμού και της πολιτικής και οικονομικής ανεξαρτησίας.

Αφού οι σύγχρονοι ιμπεριαλισμοί εκφράζουν αυτό που επιδίωκαν οι νεοταξικοί «οραματισμοί» των ναζί, το εθνικό γεγονός πρέπει να αντιπαρατεθεί στο εθνικιστικό και ρατσιστικό, η πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία στον πλανηταρχισμό (αλλά και στον εθνικό κατατεμαχισμό που προωθεί τον πλανηταρχισμό), η εθνικά ή πολυεθνικά αντι-συγκεντρωτική οικονομική ανάπτυξη στην διεθνικοποιημένη κατάπνιξη και αποστράγγιση και ερήμωση του πλούτου της γης αλλά και των πόρων που δημιούργησε και δημιουργεί αυτή, η ξεγραμμένη κι αυτή, τάξη των εργατών και εργαζομένων του χεριού και του μυαλού.

Όμως αυτή η σύνδεση σοσιαλισμού και πολιτικής – οικονομικής ανεξαρτησίας δεν θα είναι μια «επανάληψη». Κι αυτό όχι τόσο για τη δυσφήμηση που έχουν υποστεί αυτοί οι όροι αλλά γιατί δεν χωράει επανάληψη. Αυτά τα μουμιοποιημένα που προβάλλονταν σαν σοσιαλισμός, αυτοδύναμες αναπτύξεις, ανεξαρτησίες κλπ –περισσότερο σαν προπέτασμα για εγκατάλειψη «μερική» αρχικά και σε συνέχεια απροκάλυπτη- δεν αντιστοιχούσαν και τότε στην πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί.

Να λοιπόν ένα δεύτερο νήμα που συνδέει την σημερινή κατάσταση με το μήνυμα του Πολυτεχνείου. Τολμούμε να πούμε πως αυτό αποτελεί και το κυριότερο γιατί το πέρασμα από την παθητική αντίσταση στην ενεργητική θα γίνει μόνο με την προβολή και το χώνεμα προγραμματικών κατευθύνσεων που θα δίνουν διέξοδο και προοπτική στις στοιχειακές αντιδράσεις των μαζών, που θα μπορούν να απελευθερώσουν τις μάζες από την αστική στη νεοαστική επιρροή.

Η συμπύκνωση της πείρας των εκδηλώσεων της παθητικής αντίστασης με την παράλληλη εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την 20ετία που ζήσαμε και την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος, να τα βασικά σημεία μιας προγραμματικής δουλειάς που είναι απαραίτητο να προωθηθεί και να γίνει κτήμα όσων θέλουν να συμβάλουν στον αγώνα ενάντια στη ΝΤΠ. Αυτή θα είναι η απαραίτητη προπαρασκευαστική δουλειά που θα επιτρέψει να περάσουμε σε μια φάση όπου η σύνδεση των σκόρπιων, διάχυτων αντιστάσεων και εξεγέρσεων θα γίνεται μέσω των κοινών στόχων και της κοινής πολιτικής κατεύθυνσης.

Με την καρδιά μας δίπλα σε κάθε «προβοκάτορα» που προσπαθεί να ανοίξει δρόμο στον αγώνα ενάντια στη Νέα Τάξη Πραγμάτων και ζεσταίνει τις ελπίδες των καταπιεσμένων όπου γης.

Με τη σκέψη στην ανάγκη του προγράμματος που θα συνοψίσει, θα πλατύνει και θα βαθύνει τους ορίζοντες των επαναστατών.

Ο αγώνας πράγματι συνεχίζεται
Α/συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου